[α π ό π ε ι ρ α] αυτοπαρουσιαστικό κείμενο – αρχικό πλαίσιο συζήτησης, της αναρχικής συλλογικότητας


αυτοπαρουσιαστικό κείμενο – αρχικό πλαίσιο συζήτησης, της αναρχικής συλλογικότητας

 

α π ό π ε ι ρ α

 

 

 

 

Η σημασία καταγραφής και παρουσίασης της δικής μας διαδρομής συλλογικοποίησης προκύπτει από την ανάγκη να αποσαφηνίσουμε τα βήματά μας, τόσο μεταξύ μας όσο και προς όλους και όλες τους συντρόφους και τις συντρόφισσες που απευθυνόμαστε. Επίσης, αυτή η παρουσίαση είναι για μας ο πιο άμεσος, δόκιμος και γειωμένος τρόπος να μιλήσουμε τόσο για τις δυνατότητες όσο και για τις αδυναμίες του αναρχικού κινήματος στο βαθμό που τις αναγνωρίζουμε και τις βιώνουμε ως δικές μας σε κάθε συλλογικό βήμα μας, στο βαθμό που είμαστε κομμάτι τους. Προκύπτει, τέλος, από την βαθύτερη αγωνία μας για την εξέλιξή του. Μια αγωνία που επικεντρώνεται στην αναγκαία διαδικασία βαθέματος των συντροφικών σχέσεων που αναπτύσσονται στον αγώνα, με σκοπό τη δημιουργία σταθερών πολιτικών δεσμών, ελευθεριακών δομών και ειδικότερα πολιτικών ομάδων με αναφορά στον συνολικό αγώνα, γιατί αυτές αποτελούν τα εργαστήρια, όπου λαμβάνει χώρα η διαρκής επεξεργασία των ζητημάτων του αγώνα. Διότι, είναι τα αναντικατάστατα ζωντανά κύτταρα του οργανωτικού κορμού του κινήματος.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αθήνα Μάρτιος 2024

 

Περιεχόμενα

πως βρεθήκαμε……………………………………………………………………………………………………………………………….. 3

πως συνεχίσαμε………………………………………………………………………………………………………………………………. 3

Αρχικά συλλογικά ερωτήματα…………………………………………………………………………………………………………… 4

Σημειώσεις για τη συγκυρία του κόσμου των από πάνω………………………………………………………………………. 6

Συστημική κρίση………………………………………………………………………………………………………………………….. 6

Καπιταλιστική ανάπτυξη στο «τέλος της ιστορίας»………………………………………………………………………….. 6

Επιθετικότητα του ελληνικού κράτους και του κεφαλαίου και επιδείνωση των όρων διαβίωσης της κοινωνίας…………………………………………………………………………………………………………………………………………………. 7

Παρακρατικός φασισμός………………………………………………………………………………………………………………. 8

Εναλλακτική κυβερνητική διαχείριση…………………………………………………………………………………………….. 8

Πανδημία……………………………………………………………………………………………………………………………………. 8

Βάθεμα των όρων αναδιάρθρωσης της εξουσίας………………………………………………………………………………. 9

Αναδιάταξη του καθεστώτος στην ύστερη μεταπολιτευτική περίοδο…………………………………………………. 9

Ειδικά σκοπούμενα και βασικό ιδεολογικό πλαίσιο των κρατικών – καπιταλιστικών στοχεύσεων……………. 10

στην εργασία……………………………………………………………………………………………………………………………… 10

στον φυσικό κόσμο…………………………………………………………………………………………………………………….. 10

στις δημόσιες υποδομές………………………………………………………………………………………………………………. 10

στις φυλακές………………………………………………………………………………………………………………………………. 11

στη διαχείριση του μεταναστευτικού και προσφυγικού πληθυσμού………………………………………………….. 11

στην καταστολή του «εσωτερικού εχθρού», της αντίστασης και των δομών του αγώνα………………………. 11

στη διεθνή κλιμάκωση των πολεμικών επιχειρήσεων……………………………………………………………………… 13

Σημειώσεις για την πατριαρχία και τους φεμινιστικούς χειραφετητικούς αγώνες………………………………….. 15

Σημειώσεις για τη συγκυρία του κόσμο των από κάτω………………………………………………………………………. 17

Συνέπειες της συνολικής συστημικής κρίσης και επίθεσης πάνω στις ζωές μας………………………………….. 17

Για τις μάχες που δόθηκαν και αυτές που μαίνονται, προοίμια μιας πολύ βαθύτερης σύγκρουσης στο

μέλλον………………………………………………………………………………………………………………………………………. 19

Η σημασία των αντιστάσεων στην περίοδο άμβλυνσης του αγώνα από το 2012 μέχρι σήμερα……………. 21

Σημειώσεις για το αναρχικό και ελευθεριακό κίνημα σήμερα……………………………………………………………… 26

ειδικότερα για τη συγκρότηση ενός σταθερού «αντίπαλου δέους»……………………………………………………. 27

και τη σχέση του αναρχικού κινήματος με την Αριστερά…………………………………………………………………. 27

ειδικότερα για την κρίση του αναρχικού κινήματος………………………………………………………………………… 28

και τον «κατακερματισμό» στο εσωτερικό του………………………………………………………………………………. 28

Επόμενα βήματα της αναρχικής συλλογικότητας α π ό π ε ι ρ α…………………………………………………………… 32

 

πως βρεθήκαμε

 

Έτσι, όσον αφορά εμάς, μερικοί σύντροφοι και συντρόφισσες ξεκινήσαμε το φθινόπωρο του 2021 μια συζήτηση διερεύνησης των διαθέσεων και της δυνατότητας συλλογικοποίησης των επιμέρους σκεπτικών μας. Αυτό που μοιραζόμασταν, ως αναρχικοί και αναρχικές, ήταν η αναφορά μας στον κοινωνικό – ταξικό αγώνα καθώς και μια επιθυμία βαθύτερου αναστοχασμού των δομών και των κατευθύνσεων του αναρχικού κινήματος. Η δυνατότητα συνάντησης προέκυψε από τη γνωριμία μας μέσα από την αγωνιστική διαδρομή μας τα τελευταία χρόνια ως μέλη αναρχικών συλλογικών εγχειρημάτων, ενώ αφετηρία της συζήτησής μας αποτέλεσε μια βασική κοινότητα πολιτικών θέσεων που είχε κατακτηθεί σε αυτή τη διαδρομή.

 

Κατά τη συζήτησή μας συναντήσαμε ξέρες αλλά και γόνιμα εδάφη, προέκυψαν συγκλίσεις και αποκλίσεις, ανιχνεύσαμε ανοιχτούς δρόμους αλλά και αδιέξοδα. Ωστόσο μέσα από αυτήν, άρχισε να διαφαίνεται σε αδρές γραμμές ένας τρόπος συλλογικής συγκρότησης. Ένας τρόπος που εκκινεί από τις πραγματικές εκφρασμένες αγωνιστικές διαθέσεις και στηρίζεται στην κριτική σκέψη που έχουμε για να καταλαβαίνουμε τον κόσμο στον οποίο ανήκουμε και θέλουμε να παρεμβαίνουμε.

 

πως συνεχίσαμε

 

Μέσα στην εξέλιξη αυτής της διαδικασίας έπρεπε να κρατήσουμε ό,τι μπορεί να συλλογικοποιηθεί και να αφήσουμε ό,τι δεν μπορεί. Χρειάστηκε να αντιμετωπίσουμε την απογοήτευση, την ματαιότητα, την εξατομίκευση. Χαρακτηριστικά που επιδρούν καταλυτικά στην αγωνιστική διάθεση των ανθρώπων· που ενυπάρχουν κυρίαρχα στις κοινωνίες μας, επηρεάζουν καθοριστικά τα κινήματα και διογκώνονται σε περιόδους κρίσης και οπισθοχώρησής τους ή σε περιόδους στασιμότητας των εσωτερικών τους διαδικασιών, οδηγώντας αγωνιστές και αγωνίστριες στην αυτοαπομόνωση και στην αδράνεια. Αντιμετωπίσαμε την εκδήλωση αυτών των χαρακτηριστικών με ειλικρινή και συντροφική κριτική διάθεση πιστεύοντας στη δυνατότητα ξεπεράσματός τους μέσα από μια δημιουργική στάση. Επίσης, χρειάστηκε να σταθούμε κριτικά απέναντι στη σκέψη που, εκκινώντας από την αμφισβήτηση της ελευθεριακής οπτικής, καταλήγει εντέλει στην αναθεώρηση και απομάκρυνση από αυτήν χάριν κάποιας άμεσης “αποτελεσματικότητάς” του αγώνα. Ζητήματα που οπωσδήποτε βρίσκονται διαρκώς μπροστά μας και δεν έχει νόημα να τα προσπερνάμε βολονταριστικά ή απωθώντας τα, διότι αποτελούν αντανάκλαση τόσο των ορίων των διαδικασιών μας όσο και συνολικότερα των δυνατοτήτων κοινωνικής αυτοοργάνωσης. Πρόκειται για ζητήματα που θέλουμε να κατανοήσουμε βαθύτερα ώστε να εξελίξουμε τη φυσιογνωμία και τις διαδικασίες των εγχειρημάτων μας.

 

Παράλληλα, προέκυψαν με βάση τις πολιτικές μας συγκλίσεις και τη διάθεση εξωστρεφούς κίνησης, προτάσεις λόγου και δράσης πάνω σε κεντρικά γεγονότα, όπως η κρατική δολοφονία του ρομά Ν. Σαμπάνη, η εγκληματική κρατική διαχείριση της πανδημίας, η λεηλασία των βουνών από την αναπτυξιακή επέλαση της ενεργειακής βιομηχανίας, οι διώξεις και η φυλάκιση συντρόφων. Μέσα στο αδιαμόρφωτο έδαφος της αρχικής φάσης συνάντησής μας, οι περιορισμένες αυτές πρωτοβουλίες που πήραμε, όχι ως ένα σταθερό ακόμα σώμα, είχαν αυτοτελή και αποσπασματικό χαρακτήρα. Τις προχωρήσαμε έχοντας το σκεπτικό ότι η συλλογική συγκρότηση δεν είναι στενά μια θεωρητική επεξεργασία θέσεων αλλά ταυτόχρονα συμβαδίζει με την αγωνιστική δοκιμή και την υλική έκφρασή της στο κοινωνικό πεδίο· έχοντας, επίσης, κατά νου ότι η θεωρία και η δράση, αν αναπτυχθούν διαχωρισμένα, οδηγούν αναπόφευκτα είτε σε ιδεαλιστικά αναλυτικά σχήματα είτε σε έναν στείρο ακτιβισμό· αναγνωρίζοντας, τέλος, την τεράστια σημασία της πρωτοβουλιακής δράσης -όσο μικρή κι αν είναι- ως το αποφασιστικό βήμα για το πέρασμα από την παρατήρηση ή την απλή συμμετοχή στις εκδηλώσεις του αγώνα, στην ενεργή εμπλοκή σε αυτόν και την ανάληψη της αντίστοιχης ευθύνης.

 

Καρπός αυτής της πρώτης φάσης της συνάντησής μας ήταν η συνειδητοποίηση μιας ελάχιστης συλλογικής εμπειρίας του κοινού τόπου που μοιραζόμαστε, η οποία αποτέλεσε το απαραίτητο έδαφος για την ρεαλιστικότερη αποτύπωση των σκέψεων μας και την απόφαση μας να προχωρήσουμε στη συγκρότηση

 

αναρχικής συλλογικότητας. Η καταγραφή αυτών των αρχικών σκέψεων θα αποτελέσει επίσης, το προσχέδιο του παρόντος κειμένου και τη βάση απεύθυνσης σε έναν δεύτερο κύκλο συντρόφων και συντροφισσών με τα ίδια αρχικά κριτήρια, δηλαδή την πρότερη συνάντησή μας στον αγώνα μέσα από συλλογικά αναρχικά εγχειρήματα και μια επάρκεια κοινότητας θέσεων.

 

Στον νέο κύκλο πολιτικού διαλόγου που αναπτύχθηκε εκφράστηκαν με συντροφικό και γόνιμο τρόπο επιφυλάξεις, διαφοροποιήσεις αλλά και συμφωνίες με βάση τις οποίες διευρύνθηκε επιπλέον ο αρχικός πυρήνας και συγκεκριμενοποιήθηκαν οι δυο βασικοί άξονες κίνησης μας για το επόμενο διάστημα: αφενός, η επεξεργασία και ολοκλήρωση του πολιτικού πλαισίου της συζήτησής μας και, αφετέρου, η σταδιακή συλλογική εμπλοκή μας στον αγώνα σε σταθερότερη βάση μέσα από τις κινήσεις του αναρχικού και, ευρύτερα, κοινωνικού – ταξικού κινήματος. Αυτή η συμμετοχή με κατάθεση λόγου θα αποτελέσει επίσης και τον τρόπο για τη σταδιακή επεξεργασία και καταγραφή των συλλογικών θέσεων μας σε αλληλεπίδραση με το πραγματικό πεδίο του αγώνα. Έτσι, τον Οκτώβρη του 2022 επεξεργαστήκαμε ένα κείμενο θέσεων πάνω σε σημεία της συγκυρίας με τίτλο: “Σημειώσεις για τη φτώχεια, τον ολοκληρωτισμό και την αντίσταση” με το οποίο καλέσαμε στην γενική απεργία και στη συγκέντρωση της 9ης Νοέμβρη υπογράφοντάς το ως αναρχική συλλογικότητα α π ό π ε ι ρ α – για την ελευθεριακή συμβολή στις οργανωτικές, εξεγερτικές και απελευθερωτικές απόπειρες των “από κάτω”.

 

Μια ακόμα αναρχική συλλογική απόπειρα λοιπόν, μέσα στο ρευστό κοινωνικό και κινηματικό περιβάλλον, με πλήθος ερωτημάτων αλλά και καταφάσεων που προκύπτουν ως αποτέλεσμα μιας πορείας, πενήντα χρόνων πλέον, του αναρχικού κινήματος στον ελλαδικό χώρο. Μια απόπειρα να προχωρήσουμε ανάμεσα στις αβεβαιότητες, τους κινδύνους, τις κακοτοπιές αλλά και τις χαρές της πάντα άγνωστης διαδρομής του αγώνα για την ανατροπή αυτού του κόσμου· έχοντας ως μοναδικά εφόδια τα πολύτιμα ίχνη όλης της ελευθεριακής διαδρομής που προηγήθηκε και τα σταθερά πατήματα που σχημάτισαν χιλιάδες άλλες συντρόφισσες και σύντροφοι που αγωνίστηκαν πριν από μας, και συνεχίζουν να σχηματίζουν όσοι και όσες βρίσκονται στο δρόμο του αγώνα σήμερα.

 

Αρχικά συλλογικά ερωτήματα

 

Για να φτάσουμε ως εδώ, θέσαμε εκ νέου τα ερωτήματα «γιατί συλλογικότητα», «γιατί κινηματική», «γιατί αναρχική», αναγνωρίζοντας τόσο τη φιλοσοφική και υπαρξιακή διάσταση τους όσο και την πολιτική, για να πιάσουμε το νήμα μαζί από την αρχή και να προχωρήσουμε στη γείωση των απαντήσεών μας με τα επίδικα της σημερινής πραγματικότητας της ζωής και του αγώνα.

 

 

γιατί συλλογικότητα

 

Γιατί ό,τι έχουμε είναι ο ένας την άλλη.

Γιατί απέναντι στην κυρίαρχη κουλτούρα της εξατομίκευσης που οδηγεί στη διαρκή κοινωνική αποσάθρωση, η πρωταρχική αμφισβήτησή της από τη μεριά μας είναι η αναγνώριση της κοινωνικής μας υπόστασης και η διάθεση βαθέματος της συλλογικής μας σκέψης και συνείδησης.

Γιατί μια ζωή άξια να βιωθεί είναι μια συλλογική ζωή υπό διαρκή εξέλιξη μέσα από αυτοοργανωμένες κοινότητες ζωής και αγώνα, που μπορούν να υπάρχουν μόνο όσο εμείς μπορούμε να τις φανταστούμε, να τις φτιάξουμε και να τις στηρίξουμε.

Γιατί, απέναντι στην επιβαλλόμενη “από τα πάνω” κρατικο καπιταλιστική κοινωνική οργάνωση, το σημαντικότερο που έχουμε να αντιτάξουμε είναι η οργάνωση των “από τα κάτω”. Κι αυτό μπορεί να γίνει μόνο χτίζοντάς τη βήμα βήμα, η καθεμία και ο καθένας μας από κει που βρίσκεται, όσο μικρό κι αν φαίνεται αυτό.

Γιατί οι συλλογικότητές μας είναι τα δικά μας σχολεία αυτομόρφωσης, όπου μαθαίνουμε καθημερινά να γινόμαστε αυτό που θέλουμε και που προτάσσουμε κοινωνικά και αγωνιστικά να είμαστε. Μια διαρκής διαδικασία μετασχηματισμού των εγωιστικών σχέσεων μέσα από τη συλλογικοποίηση τους στην οποία γεννιούνται και δοκιμάζονται οι προϋπόθεσεις του κόσμου που οραματιζόμαστε.

 

Γιατί, με βάση τη θεμελιώδη θέση της ελευθεριακής επαναστατικής σκέψης, η ατομική και κοινωνική χειραφέτηση πραγματώνεται μέσα από την ενεργή συμμετοχή των ανθρώπων της τάξης μας στις συλλογικές διαδικασίες διαμόρφωσης των αποφάσεων για το σύνολο του αγώνα και της ζωής και μέσα από την ανάληψη της ευθύνης αυτών των αποφάσεων.

 

 

γιατί κινηματική συλλογικότητα

 

Γιατί αντιλαμβανόμαστε τον αγώνα για την κοινωνική απελεύθερωση ως μια πολυεπίπεδη διαδικασία ανατροπής όλων των υφιστάμενων άδικων και καταπιεστικών κοινωνικών, ταξικών και έμφυλων σχέσεων, όπως και της αλλοτριωμένης σχέσης του ανθρώπου με τον φυσικό κόσμο. Μια πολυεπίπεδη διαδικασία αμφισβήτησης όλων των πτυχών της ζωής σε διαρκή αντιπαράθεση με το κράτος και τον καπιταλισμό, που μπορεί να γεφυρωθεί κοινωνικά και να πλατειάσει μόνο μέσα από ένα ευρύ κίνημα αντίστασης.

Γιατί ο κοινός τόπος που δημιουργείται μέσα στον αγώνα από τη συνάντηση και διασύνδεση του πλήθους των κοινωνικο – ταξικών αντιστάσεων και των δομών τους, αποτελεί το αναγκαίο έδαφος για την επανασυγκρότηση του κατακερματισμένου κόσμου των “από κάτω” στην κατεύθυνση “ενός κόσμου που να χωράει πολλούς κόσμους”.

Γιατί, ως αναρχικές και αναρχικοί, πιστεύουμε στην ενεργή συμμετοχή μας σε αυτό το κινηματικό ψηφιδωτό ως μια ακόμα ψηφίδα του σε αλληλεπίδραση με τις υπόλοιπες και με προσανατολισμό τον ελευθεριακό επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας μέσα από τη συνολική σύγκρουση με τον εξουσιαστικό κόσμο και το ξεπέρασμά του, πολιτικά, ηθικά, πολιτισμικά, οργανωτικά.

 

 

γιατί αναρχική κινηματική συλλογικότητα

Γιατί ο αγώνας για την αναρχία, την κοινωνική απελευθέρωση και έναν κόσμο κοινοκτημοσύνης και ελευθερίας είναι η ομορφότερη και δικαιότερη υπόθεση στην ιστορία του ανθρώπου.

Γιατί πιστεύουμε ότι ο ουσιαστικότερος τρόπος για να συμβάλουμε στην δημιουργία του είναι να μιλήσουμε ακριβώς γι’ αυτόν τον κόσμο σήμερα, επιχειρώντας να τον περιγράψουμε. Με λέξεις, με δομές, με δράσεις, με δοκιμές, συνθέτοντάς τες με αυτές που προηγήθηκαν και με αυτές που θα έρθουν, ως ζωντανή παρακαταθήκη και υλικο – θεωρητική βάση για τις επόμενες εξεγερτικές και απελευθερωτικές κοινωνικές απόπειρες.

Γιατί μέσα από τη θέαση των μικρών και μεγάλων στιγμών της ιστορίας της χειραφέτησης στις σύγχρονες κοινωνίες εδώ και διακόσια πενήντα χρόνια και της εξέλιξής της ως τις μέρες μας, πιστεύουμε ότι το ελευθεριακό πρόταγμα, που συνεχίζει να φωτίζει σήμερα τους φάρους του απελευθερωτικού αγώνα, από την Τσιάπας και τη Ροτζάβα μέχρι τα εξεγερτικά ξεσπάσματα σε πλήθος σημείων του πλανήτη, αποτελεί το ουσιαστικότερο απόσταγμα αυτής της σπουδαίας διαδρομής.

Γιατί εμπνεόμαστε από την αγωνιστική κατάθεση των αναρχικών και την εμπειρία που κατακτήθηκε μέσα από τα εγχειρήματά τους σε αυτή τη διαδρομή ως χειροπιαστά παραδείγματα κοινωνικής αντίστασης και ελευθεριακής οργάνωσης.

Γιατί θέλουμε να αποπειραθούμε απ’ τη θέση μας ένα βήμα, απευθύνοντας με αυτόν τον τρόπο από τη μεριά μας κι ένα κάλεσμα σε κάθε σύντροφο και συντρόφισσα να το επιχειρήσει εξίσου, στην κατεύθυνση συγκρότησης ενός οργανωμένου αναρχικού αλλά και ευρύτερα ελευθεριακού κοινωνικο – ταξικού κινήματος. Γιατί στα μάτια μας, αυτή η προοπτική αποτελεί το μοναδικό αξιόπιστο αντίπαλο δέος στην κρατική και καπιταλιστική βαρβαρότητα.

 

Σημειώσεις για τη συγκυρία του κόσμου των από πάνω

 

Μέχρι την έκδοση του παρόντος κειμένου έχουμε επιχειρήσει ως συλλογικότητα να περιγράψουμε την ευρύτερη συγκυρία μέσα από τοποθετήσεις που εκκινούν από διαφορετικά σημεία της και με αφορμή τη συμμετοχή μας σε κεντρικές κινητοποιήσεις με κατάθεση λόγου πάνω σε αυτά. Συμπυκνώνοντας αυτές τις κατατεθειμένες σκέψεις και συμπληρώνοντάς τες επιπλέον, επιχειρούμε παρακάτω να σκιαγραφήσουμε βασικά σημεία της συγκυρίας, ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα το περιβάλλον μέσα στο οποίο κινούμαστε και να διαμορφώσουμε σε σχέση με αυτό τα χαρακτηριστικά της αγωνιστικής παρέμβασής μας.

 

 

Συστημική κρίση

 

Η έννοια της «κρίσης» που σέρνεται εδώ και δεκαπέντε χρόνια σε όλες τις πτυχές της ζωής μας και εισήχθη στην παγκόσμια δημόσια σφαίρα το 2008 με τον προσδιορισμό «οικονομική», αποτελεί, ως τέτοια, ένα εγγενές και σταθερά επαναλαμβανόμενο φαινόμενο του κρατικο – καπιταλιστικού συστήματος καθ’ όλη την εξέλιξή του. Η τελευταία εκδήλωσή της πήρε ορατές διαστάσεις με τις πρώτες αναφορές κατάρρευσης τμήματος του -προσδεμένου με το κτηματομεσιτικό κεφάλαιο- αμερικάνικου τραπεζικού συστήματος για να εξαπλωθεί άμεσα τα επόμενα χρόνια σε όλες τις μεριές του παγκοσμιοποιημένου καπιταλιστικού κόσμου. Ωστόσο η κρίση που ζούμε δεν είναι στενά οικονομική ούτε προήλθε αμιγώς από κάποια πρόσκαιρη ή αποσπασματική δυσλειτουργία του συστήματος, όπως πλέον γίνεται φανερό από το πλήθος των εκδηλώσεών της σε όλο το φάσμα της ζωής. Οι αλλεπάλληλοι χαρακτήρες που παίρνει -προσδιοριζόμενη διαδοχικά εκτός από «οικονομική», ως «κοινωνική», «περιβαλλοντική», «υγειονομική», «κλιματική»,

«ενεργειακή», «επισιτιστική», «ανθρωπιστική» ή ακόμα, κρίση «χρέους», «αξιών», «αντιπροσώπευσης» κ.α., δεν είναι παρά επιμέρους όψεις της συνολικής χρεοκοπίας του συστήματος. Αποτελούν τα σημεία εμφάνισης μιας μακρόχρονης σήψης, που είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της οριακής όξυνσης των θεμελιωδών αντιφάσεών του· της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και της άλογης εργαλειοποίησης και καταστροφής του φυσικού κόσμου, του οποίου είμαστε οργανικό κομμάτι.

 

Ζούμε σε μια ιστορική στιγμή όπου η πορεία της καπιταλιστικής ανάπτυξης συναντά τα όρια της εξάντλησης των πεπερασμένων φυσικών πόρων και της βιωσιμότητας του πλανήτη, επιφέροντας αναντίστρεπτες επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα του πλανήτη, προκαλώντας ήδη μετακινήσεις πληθυσμών εξαιτίας περιβαλλοντικών λόγων· κι ενώ ομολογείται πλέον ανοιχτά από τις ίδιες τις πολιτικοοικονομικές ελίτ και τα ερευνητικά ινστιτούτα τους η κρισιμότητα της κλιματικής συνθήκης εξαιτίας της ανθρωπογενούς μεταβολής της και ο άμεσος κίνδυνος ευρύτερης κατάρρευσης της ισορροπίας των φυσικών οικοσυστημάτων.

 

 

Καπιταλιστική ανάπτυξη στο «τέλος της ιστορίας»

 

Η κρίση αυτή του συστήματος, εντάθηκε κατά την «απελευθέρωση» της νεοφιλελεύθερης ανάπτυξης του τη δεκαετία του ‘90 από τους περιορισμούς της προηγούμενης συνθήκης παγκόσμιου κοινωνικοταξικού ανταγωνισμού, εισερχόμενο αλαζονικά στην ιστορική περίοδο του «τέλους της ιστορίας». Το νέο πολιτικοκοινωνικό περιβάλλον που μεταβλήθηκε ραγδαία από την απότομη κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», συμπαρέσυρε μαζί του, εξίσου ραγδαία, τις σοσιαλιστικές προσδοκίες εκατομμυρίων ανθρώπων και τους αγώνες που αναφέρονταν σε αυτόν, σε παγκόσμιο επίπεδο. Γεγονός που συντελέστηκε σε μεγάλο βαθμό ως συνέπεια της βαθιάς ετερονομίας και των συγκεντρωτικών χαρακτηριστικών συγκρότησης αυτών των προσδοκιών και αγώνων. Είχαν προηγηθεί επίσης, ήδη από τη δεκαετία του ’70, τα φιλελεύθερα μαζικά πειράματα του βορειοαμερικάνικου κεφαλαιοκρατικού συμπλέγματος επικυριαρχίας και των ντόπιων πραξικοπηματιών, υπό τις οδηγίες της οικονομικής σχολής του Σικάγο, πάνω στους πληθυσμούς της Χιλής, της Αργεντινής και άλλων χωρών, μετατρέποντάς τες δια ροπάλου σε εργαστήρια επιβολής των κανόνων της «ελεύθερης αγοράς» ενάντια στα κεκτημένα της εργατικής τάξης και στους

 

συνεκτικούς δεσμούς της κοινωνίας.

 

Σήμερα, το κρατικό – καπιταλιστικό σύστημα, για να επιβιώσει, να αντιμετωπίσει τη βαθιά και πολυεπίπεδη κρίση του, διατηρώντας την αχαλίνωτη κερδοσκοπία των αφεντικών του, επιτείνει την ανάπτυξή του στη βάση του ανταγωνισμού της «ελεύθερης αγοράς», τη μοναδική άλλωστε σχέση που αναγνωρίζει ως κινητήρια δύναμη της ζωής. Μια ανάπτυξη ολοένα και περισσότερο αποσυνδεδεμένη από τις ανάγκες και τις δυνατότητες της συντριπτικής πλειοψηφίας των ανθρώπων που παράγουν τον κοινωνικό πλούτο και συγχρόνως τον στερούνται· ολοένα και περισσότερο απομακρυσμένη από τη λειτουργικότητα, την αυτονομία και την οικονομία κάθε τόπου καθώς και από κάθε βιώσιμη διαχείριση των φυσικών πόρων σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο. Μια ανάπτυξη που αναζητάει μανιωδώς νέα Ελντοράντο άμεσου πλουτισμού παντού, λεηλατώντας, ιδιωτικοποιώντας και εμπορευματοποιώντας τα πάντα· που γιγαντώνει τη χρηματοπιστωτική οικονομία και δημιουργεί διαρκώς υπερσυσσώρευση κεφαλαίων στα χέρια ελάχιστων· που εντείνει τους νεοαποικιοκρατικούς όρους εξάρτησης και εκμετάλλευσης των κυρίαρχων κρατών και μπλοκ εξουσίας πάνω στις χώρες – αποικίες τους. Μια ανάπτυξη, τέλος, που, για να προχωρήσει, προκαλεί πολεμικές συγκρούσεις αντιτιθέμενων κρατικών – αστικών συμφερόντων, έκρηξη των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, θάνατο και καταστροφή στις κοινωνίες, οξύνοντας περαιτέρω τις συνθήκες εξαθλίωσης παγκόσμια. Με σκοπό, την παραγωγή νέων πεδίων κερδοφορίας, αφενός μέσα από τον πολεμικό ανταγωνισμό για την πρόσκτηση των ενεργειακών αποθεμάτων και, ευρύτερα των πλουτοπαραγωγικών πηγών, των διαδρομών και των δικτύων μεταφοράς τους και αφετέρου, μέσα από το άνοιγμα και την κατάκτηση καινούργιων αγορών, όπως και μέσα από τις ίδιες τις πολεμικές επιχειρήσεις, οι οποίες δημιουργούν τεράστιες ανάγκες προσφοράς και ζήτησης ανθρώπινων και υλικών πόρων, “γόνιμο έδαφος” απορρόφησης στρατιωτικών επενδύσεων και “χρυσές ευκαιρίες” ανοικοδόμησης των ερειπίων που αφήνουν πίσω τους.

 

Με έναν τρόπο, οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ πουλάνε για διέξοδο από τη συνολική κρίση του συστήματος την ίδια την αιτία που τη δημιουργεί, δηλαδή την -με κάθε τρόπο- αντικοινωνική, ανορθολογική και τυχοδιωκτική κρατική – καπιταλιστική ανάπτυξη, διατηρώντας, σε κάθε περίπτωση ακόμα, τη δυνατότητα μεταφοράς των αρνητικών συνεπειών αυτού του φαύλου κύκλου κερδοσκοπίας και καταστροφής από πάνω τους προς τα κάτω, σε όλες και όλους εμάς.

 

 

Επιθετικότητα του ελληνικού κράτους και του κεφαλαίου και επιδείνωση των όρων διαβίωσης της κοινωνίας

Έτσι, οι όροι διαβίωσης της συντριπτικής κοινωνικής πλειοψηφίας θα συνεχίζουν να επιδεινώνονται ως συνέπεια της διαιώνισης της ταξικής ανισότητας και της κρατικής επιβολής, ενώ η ζωή μας θα υποτιμάται ολοένα και περισσότερο όσο συνεχίζει να εξαρτάται από ένα σύστημα που βυθίζεται ανεπίστρεπτα στη δίνη των αδιεξόδων του. Εκείνων των αδιεξόδων που το ίδιο παράγει, αδυνατώντας, εκ των πραγμάτων, να περιορίσει τις επιπτώσεις των θεμελιωδών αντιφάσεών του χωρίς να μετατρέπεται ολοένα και περισσότερο σε μηχανή καταστροφής και διαχείρισής της· χωρίς να αναπτύσσει ολοένα και περισσότερο επιθετικότητα απέναντι στην κοινωνία και στις αντιστάσεις της.

 

Όπως συγκεκριμένα αυτή που εκδηλώνεται με οξυμένο τρόπο ήδη από τη δεκαετία του ‘90 στην ελληνική πραγματικότητα, για να πάρει χαρακτηριστικά ανοιχτού πολέμου -στα πρότυπα των «πειραμάτων» της σχολής του Σικάγο- από το 2010 και έπειτα. Όταν δηλαδή η άρχουσα πολιτική και οικονομική τάξη ανέλαβε, μέσα στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον της συστημικής κρίσης, τη διαχείριση της χρεοκοπίας του ελληνικού κράτους υπό την ηγεμονία της Ε.Ε. και του Δ.Ν.Τ. με στόχο τη διασφάλιση των συμφερόντων του ντόπιου και διεθνούς κεφαλαίου, τη θωράκιση και επέκταση της εξουσίας της ίδιας και των πατρόνων της.

Ένας ανοιχτός πόλεμος συνολικά με την κοινωνία, που δεν θα διεξαχθεί μονόπλευρα αλλά θα συναντήσει ισχυρές αντιστάσεις, οι οποίες, αν και δεν κατάφεραν να ανακόψουν τη συνολική επέλαση του κράτους και του κεφαλαίου, δημιούργησαν σοβαρά ρήγματα στο καθεστώς, οδηγώντας σε πολιτική χρεοκοπία ηγετικές κομματικές ομάδες του και προκαλώντας ευρεία κρίση και απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος.

 

Παρακρατικός φασισμός

 

Ένας πόλεμος στον οποίο επιστρατεύτηκαν επιπλέον οι φασιστικές και ναζιστικές εφεδρείες του συστήματος, οι οποίες πέρασαν γρήγορα υπό κρατική έγκριση, ώθηση και εποπτεία από το παρασκήνιο, όπου σιτίζονταν για χρόνια με τη μορφή των παρακρατικών μαχαιροβγαλτών ειδικών αποστολών, στην κεντρική αυλαία του θεάτρου των πολεμικών επιχειρήσεων. Ένας αντεπαναστατικός πόλος στο δρόμο που λειτούργησε επικουρικά στην αντιμεταναστευτική και αντιεξεγερτική κρατική πολιτική και σε ανοιχτή συνεργασία με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς όλα τα προηγούμενα χρόνια, μέχρι τη στιγμή της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα από τη Χ.Α. Δηλαδή, μέχρι τη στιγμή όπου η ανάπτυξη της δυναμικής της αντιφασιστικής δράσης θα διαρρήξει αυτή τη σχέση, θα προκαλέσει την αναθεώρησή της από την πλευρά του κράτους και θα οδηγήσει στην επιβεβλημένη κοινωνικά απόσυρση αυτού του παρακρατικού ναζιστικού μορφώματος.

Μια απόσυρση, ωστόσο, που θα επιχειρηθεί να αξιοποιηθεί από το σύστημα μέσω της συγκρότησης του

«τοίχους της Δημοκρατίας» όλων των κοινοβουλευτικών δυνάμεων για το ξέπλυμα της ανοιχτής συνεργασίας μαζί του και το παράλληλο χτύπημα του κινήματος με βάση τη «θεωρία των δύο άκρων». Σήμερα οι παρακρατικές φασιστικές ομάδες βρίσκονται σε μεταβατική περίοδο επανακαθορισμού της οργανωτικής τους συγκρότησης με βάση την οριοθέτηση του ρόλου τους και τη διακριτότητα της

«νόμιμης» και «παράνομης» δράσης τους, καθώς αναδιατάσσονται κοινοβουλευτικά και επιχειρούν σταδιακά να ξαναβγούν στο δρόμο.

 

Εναλλακτική κυβερνητική διαχείριση

 

Ένας πόλεμος, τέλος, που διεξήχθη τόσο από τη νεοφιλελεύθερη δεξιά κυβερνητική διαχείριση όσο και από την αριστερή σοσιαλδημοκρατική εκδοχή της, η οποία αναδείχθηκε σε κυβερνητικό παράγοντα μέσα από την πυκνή περίοδο των χρόνων 2008-2012. Ένας μηχανισμός εξημέρωσης και ενσωμάτωσης της αγωνιστικής κοινωνικής δυναμικής που στόχευε, όχι στην άρση των συνεπειών της συστημικής κρίσης πάνω στην κοινωνία, όπως διατείνονταν, αλλά πρωτίστως, στην ταξική–κοινωνική ειρήνευση και στην εξομάλυνση της κρίσης νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος. Η πλήρης και άμεση ευθυγράμμιση της στις νεοφιλελεύθερες επιταγές της Ε.Ε. και της ελληνικής πολιτικοοικονομικής ελίτ, δηλαδή η συνέχιση της ίδιας αντικοινωνικής πολιτικής, αυτή τη φορά με αριστερό πρόσημο, θα συμβάλει αποφασιστικά στην εμπέδωση κοινωνικά του «μονόδρομου» των αναδιαρθρώσεων και θα ενταφιάσει μαζί με τις προσδοκίες μεγάλου μέρους της κοινωνίας και την αγωνιστική διάθεσή του. Θα υπονομεύσει βαθύτερα το δίκαιο του αγώνα και θα προκαλέσει τον διασυρμό των αξιών της αλληλεγγύης, του ανθρωπισμού και της ισότητας, εμφανιζόμενη ως εκφραστής τους. Θα νομιμοποιήσει έτσι την νεοφιλελεύθερη δεξιά κυβέρνηση διαμορφώνοντας και τους ρεβανσιστικούς ακροδεξιούς όρους επανόδου της, απέναντι όχι προφανώς στην

«αποκοτιά» μιας αριστερής εξουσίας αλλά στην κινηματική δυναμική που είχε προκαλέσει την αποσταθεροποίηση του παραδοσιακού καθεστώτος το προηγούμενο διάστημα. Θα κλείσει, έτσι, ένας μεγάλος πολιτικοκοινωνικός ιστορικός κύκλος, σηματοδοτώντας τη μετάβαση σε μια νέα αγριότερη εποχή.

 

Πανδημία

Από τις αρχές του 2020, η σκληρή πραγματικότητα που διαμόρφωσε για όλες και όλους μας η, επί μια δεκαετία και πλέον, σφοδρή επίθεση στους όρους διαβίωσής μας οξύνθηκε επιπλέον εξαιτίας της πανδημίας και της εγκληματικής κρατικής διαχείρισής της. Το κράτος συνέχισε να περιορίζει τη χρήση δημόσιων πόρων για τις ανάγκες της κοινωνίας μπροστά σε μια συνθήκη ακραίας διακινδύνευσης της ζωής, διασφαλίζοντας τα συμφέροντα των αφεντικών υπό τους όρους της «ανοιχτής οικονομίας». Παράλληλα, επιχείρησε να αξιοποιήσει κατασταλτικά τον επιβεβλημένο -από αυτήν την υγειονομική συνθήκη- περιορισμό της κοινωνικής και κατ’ επέκταση αγωνιστικής κινητικότητας. Εργαλειοποίησε σε αυτήν την κατεύθυνση τα αναγκαία μέτρα περιορισμού της εξάπλωσης της πανδημίας και δοκίμασε σε πραγματικές συνθήκες και σε ευρεία επιχειρησιακή κλίμακα ένα συνολικό αντιεξεγερτικό σχέδιο τρομοκράτησης, ελέγχου και καταστολής του πληθυσμού. Επιτάχυνε τις αναδιαρθρώσεις των σχέσεων εκμετάλλευσης και εξουσίας και κατήργησε σειρά δικαιωμάτων των κατώτερων τάξεων.

 

Βάθεμα των όρων αναδιάρθρωσης της εξουσίας

 

Προσπαθούμε να σκιαγραφήσουμε τα στοιχεία της συνολικότερης διαδικασίας μετασχηματισμού του ίδιου του συστήματος εξουσίας που επιχειρείται με ολοκληρωτικούς όρους στην κατεύθυνση επιβολής ενός μόνιμου καθεστώτος έκτακτης ανάγκης μέσα στο περιβάλλον -και υπό το πρόσχημα- των «διαδοχικών κρίσεων». Μέρος της οποίας είναι επίσης κι ο περιορισμός της όποιας δυνατότητας πολιτικής αντιπροσώπευσης και αιτηματικής θεσμικής διεκδίκησης στις διαδικασίες του κράτους, που είχαν μέχρι χθες κοινωνικές ομάδες με συμφέροντα ανταγωνιστικά στα συμφέροντά του· δηλαδή, της δυνατότητας που εμφανιζόταν, κατά βάση μέσω της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και της αριστερής κομματικής διαμεσολάβησης στους θεσμούς καθ’ όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο, ως απόρροια των χαρακτηριστικών της κρατικής – καπιταλιστικής ανάπτυξης και του κοινωνικοταξικού ανταγωνισμού εκείνης της περιόδου.

 

Αναδιάταξη του καθεστώτος στην ύστερη μεταπολιτευτική περίοδο

 

Μια περίοδο που έχει πλέον παρέλθει, τουλάχιστον όσον αφορά την επιχειρούμενη αναδιάταξη του πολιτικοοικονομικού καθεστώτος και η οποία βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη περιλαμβάνοντας μια συνολική διαδικασία μετατόπισης όλου του επίσημου πολιτικού φάσματος «προς τα δεξιά» και την υιοθέτηση της φασιστικής αιτηματολογίας στην επίσημη κρατική πολιτική. Περιλαμβάνοντας επίσης τη σταδιακή άρση της διάκρισης των εξουσιών του κράτους όπως επίσης και την ενσωμάτωση στον κρατικό μηχανισμό λειτουργιών του παρακράτους και της μαφίας που μέχρι χθες εμφανίζονταν ως διαχωρισμένες. Με ορατά σημεία αυτής της ενσωμάτωσης, την ανοιχτή συνεργασία με τον παρακρατικό φασισμό -που πρόσκαιρα μόνο διακόπηκε μια σημαντική επιμέρους πτυχή της (Χ.Α.) ώστε να επανακαθοριστεί-, την διεύρυνση της ακτίνας δράσης των μυστικών υπηρεσιών σε όλα τα πεδία και την πύκνωση των δεσμών των ανθρώπων του κράτους, του παρακράτους και των παραφυάδων του με τη «νύχτα». Σε έναν «κύκλο εργασιών» που εκτείνεται από το παράνομο εμπόριο κάθε είδους και το ξέπλυμα «μαύρου χρήματος» μέχρι τις παρακολουθήσεις, τους εκβιασμούς, τις εκτελέσεις, την καταναγκαστική πορνεία, τη σεξουαλική κακοποίηση και εκμετάλλευση παιδιών… υπό ένα -πρωτοφανών διαστάσεων στην μεταπολιτευτική ιστορία- κοινοβουλευτικό, δικαστικό, αστυνομικό και μιντιακό πέπλο προστασίας. Και επιστέγασμα, την άμεση ανάληψη θέσεων κρατικής εξουσίας και την απευθείας άσκηση πολιτικής από τις ίδιες τις ηγετικές οικονομικές ελίτ και τις μαφίες τους.

 

Παράλληλα, η συνεχής διοχέτευση τεράστιων δημόσιων πόρων σε αστυνομικο-στρατιωτικούς εξοπλισμούς, στη δημιουργία πολυάριθμων στρατών -ένστολων ή μη-, μπράβων του συστήματος και στο σκανδαλώδες τάισμα με ¨απευθείας αναθέσεις¨ αγελών πληρωμένων προπαγανδιστών, διευθυντών, αξιωματούχων, ρουφιάνων και λακέδων του συστήματος δεν εντάσσεται απλώς στη διαχρονική διαπλοκή των μικρών και μεγάλων πολιτικών και οικονομικών αφεντικών ή στην αρπαγή του δημόσιου χρήματος από τους παραδοσιακούς «νόμιμους» ή «παράνομους» ιδιοκτήτες του κράτους, ούτε αποσκοπεί αποκλειστικά στην εξυπηρέτηση -και την στοίχιση όλων αυτών στην ουρά- των συμφερόντων του ελληνικού κράτους, της ελληνικής αστικής τάξης και των δυτικών συμμάχων τους στον οικονομικό-στρατιωτικό ανταγωνισμό με τα αντίστοιχα συμφέροντα του «εξωτερικού εχθρού», έτσι όπως εκφράζεται σήμερα ή αύριο, σε μια ενδεχόμενη πολεμική σύγκρουση στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Προωθεί, επιπλέον, εδώ και τώρα, την υλική και ιδεολογική συγκρότηση του εθνικού κορμού με ολοκληρωτικούς όρους απέναντι στον «εσωτερικό εχθρό», στην κοινωνική οργή που παράγεται καθημερινά σε ένα περιβάλλον διογκούμενης φτώχειας και στη δυναμική μιας εξεγερσιακής αμφισβήτησης αυτής της συνθήκης από τα κάτω.

Πρόκειται για μια διαρκώς εξελισσόμενη διαδικασία συγκρότησης της δύναμης κρούσης και των εφεδρειών του συστήματος και, παράλληλα, του εξανδραποδισμού ενός κομματιού της κοινωνικής βάσης. Είναι, θα λέγαμε με δύο λόγια, η επιθετική διάταξη μάχης του κράτους και του κεφαλαίου στα μέτωπα του κοινωνικού και ταξικού ανταγωνισμού.

 

Ειδικά σκοπούμενα και βασικό ιδεολογικό πλαίσιο των κρατικών –

καπιταλιστικών στοχεύσεων

 

στην εργασία

 

Με επιχείρημα την «τόνωση της επιχειρηματικότητας» και την «αύξηση των δεικτών ανάπτυξης», η οποία εμφανίζεται ως καθολικό και διαταξικό συμφέρον, η επίθεση στις εργασιακές σχέσεις επιβάλλει άμεσες και έμμεσες μειώσεις μισθών, απελευθέρωση των απολύσεων και σκλήρυνση του εκβιασμού της ανεργίας. Κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων και εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης, απελευθερωμένα ωράρια και ευέλικτες συνθήκες εργασίας. Ασταθές εργασιακό περιβάλλον, διαρκή κινητικότητα από κλάδο σε κλάδο, αύξηση της αδήλωτης μαύρης εργασίας. Ποινικοποίηση της απεργίας και της συνδικαλιστικής δράσης, αποθράσυνση του εργοδοτικού τσαμπουκά, μείωση των μέτρων προστασίας των εργαζομένων από τυχόν εργατικά ατυχήματα και αντίστοιχα μείωση της ευθύνης των αφεντικών στην αποτροπή και αποζημίωση τους. Σε μια τεράστια επιχείρηση αναδιανομής του πλούτου προς τα πάνω και ασφυκτικής πίεσης του κόσμου των από κάτω.

 

στον φυσικό κόσμο

Η «ενεργειακή και περιβαλλοντική κρίση» αποτελεί το ιδεολογικό “άλλοθι” της καταστροφικής επέλασης στον φυσικό κόσμο -υπό τον ευφημισμό της «πράσινης ανάπτυξης»- μιας δράκας μεγαλοεργολάβων του κατασκευαστικού κεφαλαίου και εμπόρων τσιμέντου, μόνιμα συνδεδεμένων με τα κρατικά ταμεία και τη φάμπρικα αδειοδοτήσεων που συνιστά το σύμπλεγμα Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας -Υπουργείο Ανάπτυξης – Δικαστικές Αρχές. Γιγαντιαίες παρεμβάσεις διάνοιξης δρόμων και θεμελίωσης αμέτρητων ανεμογεννητριών, φωτοβολταϊκών συστημάτων και υδροηλεκτρικών φραγμάτων σε όλη την έκταση της χώρας σε μια αδιανόητη μέχρι χθες επιχείρηση μετατροπής όλου του ορεινού ανάγλυφου και των άγριων οικοσυστημάτων του σε ενεργειακές βιομηχανικές ζώνες για τις όλο και πιο ενεργοβόρες ανάγκες της βιομηχανίας και του συνολικότερου συστήματος εμπορικής εκμετάλλευσης και αλόγιστης κατασπατάλησης φυσικών πόρων. Την ίδια στιγμή σχεδιάζεται η άντληση ορυκτών καυσίμων στη θαλάσσια περιοχή που εκτείνεται από την Κύπρο και την Κρήτη ως το Ιόνιο πέλαγος -και σε δεύτερο χρόνο στο Αιγαίο-, διακινδυνεύοντας την άμεση υποβάθμιση των κλειστών θαλασσών της Μεσογείου ή ακόμα και μια ανυπολόγιστη καταστροφή τους σε ενδεχόμενα ατυχήματα, όπως αυτό που συνέβη στον κόλπο του Μεξικού το 2010 ή στον Σαρωνικό κόλπο το 2017. Επιπλέον, τόσο η συγκέντρωση πάνω στους φυσικούς οικότοπους όλο και μεγαλύτερων ιδιωτικών οικονομικών συμφερόντων παράλληλα των ενεργειακών, όπως της τουριστικής βιομηχανίας, του κτηματομεσιτικού και οικοδομικού κεφαλαίου καθώς και μεγάλων κτηνοτροφικών και αγροτικών μονάδων, όσο και η αναίρεση από το κράτος του θεσμικού πλαισίου προστασίας τους και η διαχρονική απροθυμία και ανεπάρκειά του να συμβάλει στην ασφάλειά τους έχουν διαμορφώσει μια εκρηκτική καταστροφική συνθήκη καταπάτησης, ανοικοδόμησης και αλλαγής χρήσης τους, που προωθείται και συμπληρώνεται με το ξέσπασμα ανεξέλεγκτων πυρκαγιών κάθε χρόνο· με τραγικά αποτελέσματα την απώλεια ανθρώπινων ζωών, τεράστιων εκτάσεων δάσους και ανυπολόγιστου αριθμού ενδημικών ζώων.

 

στις δημόσιες υποδομές

 

Στις αναγκαίες για την κοινωνία δημόσιες υποδομές η επίθεση εξελίσσεται με επιχείρημα την «εξυγίανσή» τους και την «τόνωση του ανταγωνισμού μέσω της ιδιωτικής πρωτοβουλίας». Από το Εθνικό Σύστημα Υγείας, τη δημόσια Παιδεία, τις συγκοινωνίες και το σύνολο των υπηρεσιών κοινωνικού χαρακτήρα ως τους ελεύθερους χώρους στον αστικό ιστό, εφαρμόζεται ένας γενικός κεντρικός σχεδιασμός που περιλαμβάνει τρία στάδια: πρώτα, την αρχική εγκατάλειψη και υποστελέχωσή τους σε βάθος χρόνου· έπειτα, έρχεται η

«διαπίστωση» της ανεπαρκούς λειτουργίας τους και τέλος, η κατασυκοφάντηση των εργαζομένων. Έτσι, εντέλει επιβάλλεται η αλλαγή του πλαισίου λειτουργίας, χρήσης και μορφής τους στη βάση της ιδιωτικοποίησης και εμπορευματοποίησής τους καθώς και η μετάβαση των εργασιακών συμβάσεων από το

 

καθεστώς του δημοσίου στο ιδιωτικό· σε μια τεράστια επιχείρηση εκποίησης του δημόσιου πλούτου στο ιδιωτικό κεφάλαιο και αποκλεισμού της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας από αυτόν.

 

στις φυλακές

 

Η επίθεση αυτή αποκτάει ανοιχτά φασιστική μορφή και περιεχόμενο στη διαχείριση των πληθυσμών που το ίδιο το κράτος ορίζει ως «πλεονάζοντες». Η αυστηροποίηση του σωφρονιστικού κώδικα και η εφαρμογή της

«αντιεγκληματικής   πολιτικής»   στις   φυλακές,   με   επιχείρημα   την   «κοινωνική   ασφάλεια»   και   τον

«σωφρονισμό», αποτελεί μια ευθεία επίθεση στα δικαιώματα των κρατουμένων που κατακτήθηκαν με πολύ δύσκολους αγώνες και μεγάλο προσωπικό κόστος. Επιβάλλει τη σκλήρυνση των συνθηκών κράτησης στην κατεύθυνση μετατροπής των φυλακών σε πραγματικούς τάφους ζωντανών για τις απόκληρες και τους απόκληρους του καπιταλιστικού κόσμου με αδιαπέραστα τείχη αποκλεισμού τους από οποιαδήποτε επαφή και κοινωνικοποίηση με τον έξω κόσμο. Για την ολοκληρωτική διαχείριση τους, την παραδειγματική τιμωρία της παραβατικότητάς τους και τη απρόσκοπτη διεύρυνση της κατασταλτικής πολιτικής του εγκλεισμού σε όλο και μεγαλύτερα κομμάτια της κοινωνικής βάσης.

 

στη διαχείριση του μεταναστευτικού και προσφυγικού πληθυσμού

 

Την ίδια στιγμή, η ολοκληρωτική διαχείριση του πιο εκτεθειμένου κομματιού της εργατικής τάξης, αυτού των προσφύγων και μεταναστριών «χωρίς χαρτιά» ως εργαλείο διακρατικού ανταγωνισμού και ελεγχόμενη, φτηνή και σκληρά εκμεταλλευόμενη εργατική δύναμη στην υπηρεσία του ευρωπαϊκού κεφαλαίου συνιστά ένα μαζικό κρατικό έγκλημα στη σκοτεινή πλευρά όλης της «δημοκρατικής Ευρώπης». Πρόκειται για ένα έγκλημα που δομείται πάνω σε ένα ανοιχτά φασιστικό ιδεολογικό πλαίσιο που περιλαμβάνει, από τη ρητορική της μη «ενσωματώσιμης πολιτισμικής καταγωγής», της «έμφυτης εγκληματικότητας» και της

«αντικατάστασης πληθυσμών», μέχρι το εθνικιστικό αφήγημα της «ασύμμετρης στρατιωτικής απειλής». Εξελίσσεται με καθημερινές δολοφονικές επαναπροωθήσεις και βασανισμούς στον Έβρο και στο Αιγαίο, τον εγκλεισμό χιλιάδων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης άθλιων συνθηκών διαβίωσης στις συνοριακές περιοχές, το ρατσιστικό καθεστώς αποκλεισμών στην ενδοχώρα και την κατάργηση κάθε ανθρωπιστικού πλαισίου. Ο φασισμός του ελληνικού κράτους, συνοριοφύλακα της Ευρώπης–Φρούριο, αναπτύσσεται στην ανατολική και νότια ευρωπαϊκή συνοριακή ζώνη, για να ανακόψει μια αναπόφευκτη και ασυγκράτητη ώσμωση μεταξύ δυο κόσμων και να την επανακαθορίσει με συγκεκριμένους ρυθμούς ροής, που θα εξαρτώνται άμεσα από την απαίτηση της ευρωπαϊκής βιομηχανίας σε φτηνά εργατικά χέρια. Μια ροή, ωστόσο, που θα είναι κρατικά διαμεσολαβημένη, ελεγχόμενη και θεσμοθετημένη με όρους σύγχρονης σκλαβιάς στα πρότυπα των κάτεργων για το παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου του Κατάρ ή όπως ορίζουν οι διακρατικές συμφωνίες που υπογράφηκαν πρόσφατα μεταξύ του ελληνικού και σειράς άλλων κρατών της καπιταλιστικής περιφέρειας για την εποχική εργασία χιλιάδων εργαζομένων στις υπηρεσίες της τουριστικής βιομηχανίας και εργατών γης στον γεωργικό τομέα.

 

 

 

στην καταστολή του «εσωτερικού εχθρού», της αντίστασης και των δομών του αγώνα

Η προσπάθεια του κράτους σήμερα να συντρίψει τους αγώνες που αναπτύσσονται στα μέτωπα της αναδιάρθρωσης των σχέσεων εξουσίας και εκμετάλλευσης αποτελεί κεντρική και εξαιρετικά κρίσιμη στόχευσή του. Η εμβάθυνση της εξουσιαστικής επιβολής και το άπλωμα του κρατικού ελέγχου μέσω της αλλαγής των συσχετισμών δύναμης ανάμεσα στο κράτος και τις κοινωνικές – ταξικές αντιστάσεις, συνοψίζουν τον γενικό πολιτικό στόχο. Ένα στόχο διαχρονικό, για την πραγμάτωση του οποίου το κράτος επαναπροσδιορίζει τα μέσα του, ήδη από το τέλος της εξέγερσης του 2008.

 

Ιδιαίτερα μέσα στο ασταθές κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον της συστημικής κρίσης, η εκδήλωση μιας νέας γενικευμένης εξέγερσης στοιχειώνει την πολιτική και οικονομική εξουσία. Το κράτος προετοιμάζεται ώστε να μπορέσει να καταστείλει το επόμενο ξέσπασμά της στην γέννησή του, αλλά όχι μόνο γι’ αυτό. Γιατί, αν το σημαντικότερο διακύβευμα της εξουσίας είναι η ολοκληρωτική συντριβή της εξέγερσης, αυτό δεν συνίσταται μόνο στην αποφασιστικότητα του κράτους να την πνίξει στρατιωτικά στον κατασταλτικό τρόμο ή στην ικανότητα του να την απονοηματοδοτήσει ιδεολογικά τη στιγμή που ξεσπάει απειλώντας να σαρώσει τις βεβαιότητες και τις ισορροπίες αυτού του κόσμου. Η συντριβή της εξέγερσης συνίσταται, επιπλέον, στην προληπτική καταστολή της στα μυαλά και στις συνειδήσεις των καταπιεσμένων. Η καθημερινή κρατική τρομοκρατία και η ιδεολογική εκστρατεία εμπέδωσης κοινωνικά της ιστορικής ματαίωσής της στοχεύουν έτσι, όλες εκείνες τις μικρές και μεγάλες κινήσεις αντίστασης και ανυποταξίας που κρατούν ζωντανό το πνεύμα της, τροφοδοτούν την έκρηξή της και τροφοδοτούνται από αυτήν.

 

Σε αυτήν την κατεύθυνση επιχειρείται σήμερα ο αφοπλισμός του κινήματος, και ειδικότερα του αναρχικού, από τα εργαλεία και τους τρόπους επικοινωνίας και αντίστασης· η απομόνωσή του από την ευρύτερη κοινωνική του επιρροή, ο ασφυκτικός περιορισμός του ζωτικού χώρου έκφρασης και ανάπτυξής του και η εξαφάνιση των ορατών δομών του. Έτσι, η συνεχιζόμενη επιχείρηση εκκένωσης και καταστολής των αναρχικών και προσφυγικών κατειλημμένων χώρων αγώνα και στέγασης, η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου και η αστυνομική κατοχή του κέντρου των πόλεων όπως και η ειδική στόχευση στην γειτονιά των Εξαρχείων αποτέλεσαν και συνεχίζουν να αποτελούν κομβικά σημεία της κατασταλτικής εκστρατείας την τελευταία περίοδο. Η ανάπτυξη υπέρμετρων κατασταλτικών δυνάμεων απέναντι σε κάθε αγωνιστική εκδήλωση και η εγκαθίδρυση διαδοχικών αστυνομικών κλοιών επιτήρησης στις πόλεις επιχειρεί την αποτροπή της αγωνιστικής συνάντησης και την αποοικειοποίηση του δημόσιου χώρου μέσω του ασφυκτικού ελέγχου του. Προηγήθηκε η πρόβα, σε πλήρη έκταση, της ολοκληρωτικής κατοχής των δρόμων των πόλεων μέσα από την εργαλειοποίηση των μέτρων περιορισμού της εξάπλωσης της πανδημίας τα προηγούμενα χρόνια.

 

Επιπλέον, το κράτος αναδιαρθρώνει διαρκώς το νομικό κατασταλτικό πλαίσιο και αναβαθμίζει το οπλοστάσιο του για το χτύπημα των αγώνων και την εξουδετέρωση των αγωνιστριών και αγωνιστών. Παρανομοποίηση της εργατικής απεργίας και του συνδικαλισμού βάσης. Νομοθέτηση για τον περιορισμό και την απαγόρευση των διαδηλώσεων. Προσπάθεια εγκαθίδρυσης πανεπιστημιακής αστυνομίας. Αυστηροποίηση των αντιτρομοκρατικών νόμων και του ποινικού κώδικα. Συστηματοποίηση των επιχειρήσεων παρακολούθησης αγωνιστών/στριων και χώρων του κινήματος με ηλεκτρονικά μέσα. Εγκαθίδρυση ενός αστυνομικοδικαστικού εργοστασίου κατασκευής ενοχοποιητικών σεναρίων για πλήθος αναρχικών και άλλων αγωνιστών/στριών, με διώξεις και προφυλακίσεις με βάση τη χρήση του DNA. Επιβολή ενός εκδικητικού ειδικού καθεστώτος εξαίρεσης των πολιτικών κρατουμένων. Ενοχοποίηση των συντροφικών και οικογενειακών σχέσεων όσων κατηγορούνται για ανατρεπτική δράση.

Την ίδια στιγμή και με κάθε πρόσχημα –όπως η εύρυθμη λειτουργία της οικονομικής δραστηριότητας, η διασφάλιση της «κοινωνικής ειρήνης», ή η μόνιμη επωδός της επίθεσης στις κατασταλτικές δυνάμεις– κανονικοποιείται η αστυνομική βία πάνω στα σώματα των ανθρώπων που διαδηλώνουν, φτάνοντας σε ανοιχτά δολοφονικές επιθέσεις, όπως αυτή που είχε ως συνέπεια τον βαρύτατο τραυματισμό από μπάτσους του αγωνιστή Βασίλη Μάγγου στο Βόλο σε διαδήλωση ενάντια στην καύση σκουπιδιών της εταιρίας LAFARGE/AΓΕΤ στις 14 Ιούνη 2020, επιφέροντας τον θάνατό του έναν μήνα μετά, ή επίσης τον βαρύ τραυματισμό στο κεφάλι της δεκαεξάχρονης αντιφασίστριας στην Ν. Ιωνία τον Οκτώβρη του 2023.

 

Τέλος, αναγνωρίζουμε ότι οι κρατικές σφαίρες των αποσπασμάτων θανάτου της αστυνομίας, που εκτέλεσαν τους δυο μικρούς ρομά, στο Πέραμα και στην Θεσσαλονίκη, είχαν ως σκοπό να μεταφέρουν στους δρόμους των πόλεων το μήνυμα της αιματηρής εφαρμογής του φασιστικού κρατικού δόγματος «νόμος και τάξη». Δηλαδή, τη νομικά και ιδεολογικά κατοχυρωμένη δυνατότητα των μπάτσων να δολοφονούν σε δημόσια θέα απρόσκοπτα όποιον και όποια κατατάσσεται και στοχοποιείται από το κράτος και τα αφεντικά ως

«πλεονάζων πληθυσμός» και «εσωτερικός εχθρός». Πρόκειται για έναν, εδώ και χρόνια, διακηρυγμένο κατασταλτικό στόχο και γι’ αυτό το λόγο η εκτέλεση αυτή έγινε άμεσα υπερασπίσιμη από την πολιτική ηγεσία, τους μιντιακούς παπαγάλους της και όλο τον ρατσιστικό, φασιστικό και παρακρατικό εσμό. Γι’ αυτό το λόγο ο υπουργός Δημόσιας Τάξης Τ. Θεοδωρικάκος συνεχάρη άμεσα και προσωπικά τους εκτελεστές μπάτσους για την ολοκλήρωση της δολοφονικής καταδίωξης που είχε ως συνέπεια τον θάνατο του Νίκου

 

Σαμπάνη με 38 σφαίρες και τον βαρύ τραυματισμό του φίλου του, ενώ προχώρησε σε θεσμικές ρυθμίσεις για τη νομική θωράκιση των επόμενων. Ο σύγχρονος ολοκληρωτισμός δεν εμφανίζει τις κρατικές εκτελέσεις ως «μεμονωμένα περιστατικά», τις διαφημίζει και επαίρεται για αυτές. Αντιλαμβανόμαστε έτσι, ότι τα συγχαρητήρια του υπουργού δημόσιας τάξης προς τον μπάτσο που δολοφόνησε τον Νίκο Σαμπάνη ήταν αυτόματα και η εντολή εκτέλεσης του Κώστα Φραγκούλη. Ότι η άμεση κάλυψη και απελευθέρωσή κι αυτού του μπάτσου δολοφόνου είναι, με τη σειρά της, μια νέα εντολή εκτέλεσης, όπως αυτή που πραγματοποιήθηκε στις 8 Ιούλη 2023 έξω από τη Λάρισα ή αυτή στην Βοιωτία στις 12 Νοέμβρη 2023 αφήνοντας νεκρούς από αστυνομικά πυρά μετά από καταδίωξη έναν άοπλο 20χρονο Σύριο και τον επίσης άοπλο 17χρονο ρομά Χρίστο Μιχαλόπουλο. Γνωρίζουμε ότι αυτό το μήνυμα έχει αποδέκτες όλους τους ρομά, ευρύτερα όλους τους απόκληρους, συνολικά όλους μας· όσες και όσους ανήκουμε στην τάξη των από κάτω, όσες και όσους βρισκόμαστε στον αγώνα, αμφισβητώντας ανοιχτά την ισχύ του νόμου, το κράτος και τον καπιταλισμό.

 

στη διεθνή κλιμάκωση των πολεμικών επιχειρήσεων

 

Μία από τις βασικές πράξεις του κεφαλαίου είναι ο πόλεμος και ένας από τους ζωτικούς μηχανισμούς του κράτους, ο στρατός. Ο τελευταίος αποτελεί εκείνο τον ζωτικό μηχανισμό για τη διεξαγωγή των διακρατικών πολέμων, τη διατήρηση της κρατικής εδαφικής κυριαρχίας αλλά και για την υπόταξη του εσωτερικού εχθρού, όταν η ισχυροποίηση του τελευταίου θέτει σε αμφισβήτηση το καθεστώς. Στο πλαίσιο αυτό ο πόλεμος αποτελεί για το κεφάλαιο άλλο ένα πεδίο συσσώρευσης, προνομιακό στη παραγωγή υπεραξίας, συμπαρασύροντας τις περισσότερες οικονομικές δραστηριότητες στη ρότα του, υπό το πρίσμα του «εθνικού κατεπείγοντος». Η επεκτατική φύση του κεφαλαίου προϋποθέτει στρατιωτική και πολεμική δύναμη της κρατικής κυριαρχίας καθώς και την ύπαρξη μηχανισμών διαιώνισης των ανισοτήτων στην τάξη, τη φυλή και το φύλο.

 

Οι πόλεμοι της αποικιοκρατικής περιόδου μπορούν να αποτελέσουν ενδεικτικά παραδείγματα, λαμβάνοντας χαρακτηριστικά πλήρους υπόταξης των ντόπιων πληθυσμών υπό την κυριαρχία του επιτιθέμενου, τη ληστρική υφαρπαγή των φυσικών πόρων και την προσάρτηση νέων περιοχών στον χάρτη κυριαρχίας των τότε (δυτικών) αυτοκρατοριών. Η εδραίωση του καπιταλισμού και της μορφής «έθνους-κράτους» ως αποκλειστικό μοντέλο οικονομικής οργάνωσης και πολιτειακής δομής αντίστοιχα, οδήγησε τη μεταστροφή του πολέμου σε γεγονός, σχεδόν πάντα, περίπλοκο και δαιδαλώδες. Ενός πολέμου που στη βάση του διεξάγεται μεταξύ καπιταλιστικών σχηματισμών. Εκκινεί με συγκυριακό και αντιφατικό προφανώς μεταξύ κρατικών σχηματισμών αλλά κατά βάση μεταξύ των ντόπιων και διεθνών κεφαλαίων που τα πρώτα εκπροσωπούν, καθώς απώτερος στόχος αμφότερων είναι το να καθορίσουν τελικώς τους όρους με τους οποίους θα εγκαθιδρυθεί η όποια «ειρήνη».

 

 

Η ευκαιριακή μεταβολή των οικονομικών συμφερόντων καθώς και η διεθνή φύση του κεφαλαίου μάς επιτρέπουν να αναγνωρίσουμε, σε διάφορες ιστορικές στιγμές, εμφανείς πόλους δύναμης και επιρροής (π.χ. ΗΠΑ-ΕΣΣΔ), ωστόσο, σε ορισμένες άλλες, την ανάδυση επιπλέον πόλων καθώς και την περεταίρω περιπλοκή των σχημάτων όπως αυτά προκύπτουν παράλληλα με τη διεθνοποίηση του καπιταλισμού και τις οικουμενικές τάσεις του κεφαλαίου (βλ. Ε.Ε, Αφρικανική Ένωση, BRICS). Παράλληλα, με την οικονομική φύση του φαινομένου η αποθέωση της πολεμικής βιομηχανίας και η ενίσχυση του έμψυχου στρατιωτικού δυναμικού δεν θα ήταν δυνατόν να συμβεί δίχως ένα ισχυρό ιδεολογικό καύσιμο όμοιο με αυτό του εθνικισμού. Η σύμφυτη έννοια έθνους-κράτους καταφέρνει ακόμη και σήμερα να τροφοδοτεί τις εμπροσθοφυλακές των στρατευμάτων άλλα και τμημάτων του κοινωνικού μετόπισθεν, με πίστη και ταύτιση σε διαταξικά συμφέροντα, με εθνικούς «μύθους» και ιστορικά αφηγήματα. Η φύση των εθνικισμών, εξάλλου, μπορεί να δικαιολογήσει τη φρίκη του θανάτου και του ξεριζωμού, την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, εφόσον μπορεί να υποσχεθεί στις υποτελείς τάξεις μια καλύτερη ημέρα την επομένη της σαρωτικής νίκης έναντι του «εχθρού». Ενός εχθρού που κατασκευάζεται, λαμβάνει πολιτισμικά και εθνοτικά χαρακτηριστικά και αντιμετωπίζεται σαν ενιαία ετερότητα. Μια προσεκτική ματιά στο πολεμικό σκηνικό που διεξάγεται εδώ και δεκαετίες στην περιφέρεια της ανατολικής Ευρώπης ή στις χώρες της Μ.

 

Ανατολής μπορεί να ανιχνεύσει εύκολα τις επιφάσεις, αγκαλιά με τους διάφορους εθνικισμούς, μεταμφιεσμένες με το χρήσιμο ιδεολογικό άλλοθι, απαραίτητο για μια μιλιταριστική επέμβαση. Ποικίλα ονόματα σημαίνουσας βαρύτητας συνοδεύουν τις σύγχρονες σταυροφορίες. Ο ιδεολογικός μανδύας, για να είναι πειστικός και νομιμοποιημένος κοινωνικά, οφείλει να νοηματοδοτείται από το σύνολο των αξιών του εκάστοτε συστήματος. Να παράγει αντικατοπτρισμούς (π.χ. δυτικός οριενταλισμός) που ανάγουν τη σύρραξη σε «πόλεμο των πολιτισμών», «αγώνα» ενάντια στην «τρομοκρατία», «ιερό πόλεμο ενάντια στους

«άπιστους», «πολιτικές απελευθέρωσης και εξαγωγής της δημοκρατίας» και ούτω καθεξής.

 

Το ενεργειακό ζήτημα και η διαχείριση των ορυκτών πόρων, των εμπορικών και ενεργειακών οδών από το δείνα ή το τάδε κεφάλαιο φαίνεται ότι αποτελούν σήμερα τα βασικά διαπραγματευτικά χαρτιά στη σκακιέρα αυτού του πολύ-πολικού κόσμου που ζούμε. Με περισσή δεξιοτεχνία, η πολεμική ατζέντα εξαπλώνεται είτε μέσω της μορφής άμεσης εισβολής (Ιράκ, Αφγανιστάν, Ουκρανία) είτε δια αντιπροσώπων και την μορφή εμφυλίων πολέμων (Λιβύη, Συρία), παράγοντας καταστροφή, διάλυση του κοινωνικού ιστού –μαζί με ό,τι προοδευτικό περικλείεται εντός του– και προφανώς μετανάστευση. Η γενική εικόνα σχετικά με τη συνθήκη που εξελίσσεται γύρω μας δεν μπορεί να μας αφήνει παρά ανήσυχους σχετικά με το τι μέλλει γενέσθαι. Σίγουρα, η εμπλοκή της Ελλάδας στους διεθνείς ανταγωνισμούς δεν είναι αδιάφορη λόγω της συμμετοχής της στο ΝΑΤΟ. Η κομβικής σημασίας ύπαρξη στρατιωτικών βάσεων (βλ. Σούδα, Αλεξανδρούπολη), οι αυξανόμενες εξοπλιστικές δαπάνες και η συνδρομή σε πολεμικές επιχειρήσεις είναι μερικά από τα ανταλλάγματα που επιλέγει το ελληνικό κράτος δεκαετίες τώρα. Μια πάγια επιλογή, δηλαδή, της ελληνικής αστικής τάξης να προσδένεται με τους ισχυρούς παίκτες του δυτικού κόσμου, προκειμένου να διασφαλίσει τη δυνατότητα της εξάπλωσης τμημάτων της στα Βαλκάνια (βλ. τραπεζικό και κατασκευαστικό κεφάλαιο ή και την απρόσκοπτη κερδοφορία του εφοπλιστικού κοντραμπάντο στη Μεσόγειο – και όχι μόνο). Η φαινομενική αδυναμία του ελληνικού κράτους την περίοδο 2008-σήμερα να αποτελέσει ισχυρό παράγοντα και να ασκήσει επεκτατική γεωπολιτική (κυρίως απόρροια της δημοσιονομικής αναδιάρθρωσης στο εσωτερικό του και των αλλεπάλληλων διεθνών κρίσεων) δεν πρέπει να αφήνει περιθώρια εφησυχασμού. Η ιστορία, άλλωστε, έδειξε επανειλημμένα ότι οι συνθήκες άμπωτης της ταξικής πάλης –σε συνδυασμό με τη βίαιη υποτίμησης της βάσης– αποτελούν ένα γόνιμο έδαφος για μεταστροφή των εθνικών αφηγήσεων προς εφαρμόσιμες επεκτατικές πολιτικές.

 

Σημειώσεις για την πατριαρχία και τους φεμινιστικούς χειραφετητικούς αγώνες

Κατά την ανάπτυξη του κράτους ως κυρίαρχου συστήματος και καταλήγοντας στο σήμερα, στα καπιταλιστικά οικονομικά μοντέλα διάρθρωσης του κόσμου, μπορούμε να διακρίνουμε καθαρά πως ολόκληρη σχεδόν η ζωή μας βασίζεται σε μια ανδρογραμμική θεώρηση του κόσμου. Η πατριαρχία, με κύριο μηχανισμό της ένα είδος αρχέγονης βίας, η οποία εκτονώνεται πάνω στα σώματα των γυναικών και η οποία συντηρούνταν για αιώνες, συνέχισε στα καπιταλιστικά χρόνια και αναπαράγεται ως σήμερα συστημικά, δημιουργώντας έμφυλες διακρίσεις και εντείνοντας τις ταξικές σχέσεις εκμετάλλευσης. Οι σχέσεις αυτές επιδρούν καθοριστικά στην ποιότητα ζωής και το βιοπορισμό των γυναικών, διαμορφώνοντας το πλαίσιο της αφανούς οικιακής εργασίας και επιδρώντας στην υποτίμηση της εργατικής τους δύναμης με αποτέλεσμα τη μισθολογική ανισότητα η οποία πολύ συχνά οφείλετε και στην απομάκρυνση ή και την μη πρόσβαση τους στην εκπαίδευση και το σχολείο καθιστώντας τες έτσι εγκλωβισμένες στο σκοτάδι. Ωστόσο -πέραν της ταξικής υποβάθμισης- η διαιώνιση της πατριαρχίας, διατηρούμενη από σκοταδιστικές αντιλήψεις περί αναπαραγωγής και βιολογικής κατωτερότητας, θέτει σε κίνδυνο τη ζωή κάθε γυναίκας.

 

Ο έλεγχος στα σώματα και τις ζωές των γυναικών δεν χρειάζεται να ασκείται αποκλειστικά απ’ το ίδιο το κράτος με τα κατασταλτικά του όργανα. Το ρόλο αυτό έχουν αναλάβει η εκκλησία και ο θεσμός της οικογένειας ενισχύοντας και απελευθερώνοντας την έμφυλη βία, ισχυροποιώντας σε κάθε ευκαιρία τη θέση του άνδρα. Κάπως έτσι, κάθε μορφή έμφυλης βίας «δικαιολογείται» μέσω κοινωνικών μηχανισμών και προτύπων, αναπαράγεται απ’ το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας και κανονικοποιείται. Ενώ για τις φορές που η φρικαλεότητα ξεπερνά τα «όρια» –όπως σε τραγικά περιστατικά γυναικοκτονιών–, η αστική δικαιοσύνη είναι εκεί έτσι ώστε να αναγάγει τα περιστατικά σε νομικές υποθέσεις παράγοντας αφαιρέσεις, ξεκομμένες από την πατριαρχία και το σεξιστικό υπόστρωμα. Οι αθωώσεις βιαστών, γυναικοκτόνων, κακοποιητών συνεχίζουν να ρίχνουν νερό στο μύλο της συντήρησης, καταδικάζοντας την ίδια στιγμή όλες αυτές τις γυναίκες στη σιωπή και στο φόβο. Σε αυτή τη συνθήκη, όπου η ενδυνάμωση της γυναικείας φωνής είναι πιο απαραίτητη από ποτέ, το κίνημα του #Μe Τoo –και ό,τι ακολούθησε μετά από αυτό– έρχεται να μας επιβεβαιώσει ως ένα από τα τελευταία και πιο τρανταχτά παραδείγματα πως όταν στεκόμαστε η μία δίπλα στην άλλη και ορθώνουμε τη φωνή μας θέτουμε γερά αναχώματα στη συστημική και μη βία που μας ασκείται. Όταν μιλάμε για #Me Too και αγώνες για τη γυναικεία χειραφέτηση καταδεικνύουμε την ανάγκη για ισότητα του κάθε υποκειμένου κοινωνικά, εργασιακά και πολιτικά χωρίς να χρειάζεται να αποδείξει την αξία του. Μιλάμε για τη δυνατότητα να λαθεύει, να μην χρειάζεται να αποδίδει καθημερινά στο έπακρο, να μπορεί να αισθανθεί αδύναμο χωρίς να φοβάται ότι κάθετι που κέρδισε θα παρθεί πίσω, να ζει χωρίς το άγχος πως σε κάθε του βήμα επιτηρείται και κρίνεται. Με άλλα λόγια μιλάμε για τη δυνατότητα να ζει ισότιμα. Από την ανάδειξη της έμφυλης βίας ως διαρκούς και αναπόσπαστου κομματιού της πραγματικότητας μας και τη χρήση του εργαλείου της καταγγελίας ως μέσου επικοινωνίας, ενημέρωσης, μοιράσματος και προστασίας, το φεμινιστικό κίνημα κατάφερε τόσο να ενδυναμώσει τις ήδη υπάρχουσες φεμινιστικές συλλογικότητες όσο και να προκαλέσει ένα κύμα δημιουργίας νέων. Παράλληλα, η ανάγκη για δομές και δίκτυα αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας κατάφερε να συσπειρώσει και να συλλογικοποιήσει ακόμη περισσότερο τόσο τις γυναίκες όσο και τον υπόλοιπο αλληλέγγυο κόσμο.

 

Η ενδυνάμωση των φεμινιστικών και λοατκι+ κινημάτων που οδηγεί στη χειραφέτηση ολοένα και περισσοτέρων υποκειμένων δεν μπορεί παρά να βρίσκεται σε διαλεκτική σύγκρουση με το νεοφιλελευθερισμό εδώ και δεκαετίες. Το δικαίωμα στην ορατότητα, συμπεριληπτικότητα και την ισονομία κατάφερε να κερδίσει χώρο στο κοινωνικό πεδίο και στους χώρους εργασίας. Ταυτόχρονα, οι αστικές δημοκρατίες και κομμάτια του κεφαλαίου αφομοιώνουν ορισμένα από τα φεμινιστικά προτάγματα μετατρέποντάς τα σε λειτουργικά γρανάζια της μηχανής. Παράλληλα, ασκούν πολιτικές ενσωμάτωσης παρουσιασιάζοντας την ισότητα, τη σεξουαλική απελευθέρωση και την πολιτική ορθότητα ως αναπόσπαστο κομμάτι των εταιρικών ταυτοτήτων και πολιτικών προταγμάτων τους. Παρ’ όλα αυτά, πίσω από τη βιτρίνα, οι εργασιακές σχέσεις παραμένουν το ίδιο ελαστικές, οξύνοντας τις ταξικές ανισότητες και γενικότερα το πλαίσιο εκμετάλλευσης. Ο ατομικισμός, ο καριερισμός και η προσωπική ανέλιξη αποτελούν σημεία του νεοφιλελεύθερου αφηγήματος, που εύκολα μπορούν να υιοθετηθούν στο αξιακό σύστημα του καθένα και της καθεμίας μας. Σε αυτό το σημείο της ιστορίας θα μπορούσαμε να πούμε ότι το επίδικο είναι αν θα

 

απορριφθεί το παραπάνω και στη θέση του θα ανθίσει το συλλογικό έναντι του ατομικού, εάν η χειραφετητική πρόταση θα αντιταχθεί σε ολόκληρο το φάσμα των εξουσιαστικών σχέσεων ή θα παραμείνει μερική.

 

Εντός της πολυπλοκότητας του πλέγματος εξουσιών και διαιρέσεων που ο καπιταλισμός συγκροτεί, δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε το λόγο για τον οποίο οι έμφυλες ταυτότητες «άντρας»/«γυναίκα» συντηρήθηκαν και αναπαράχθηκαν ιστορικά. Με άλλα λόγια, είναι η κυρίαρχη οργάνωση της κοινωνίας που συντήρησε την καταπίεση στη βάση του φύλου, προκειμένου να εξυπηρετήσει τις εκάστοτε ανάγκες του κεφαλαίου. Το δυαδικό φύλο –τουλάχιστον στην περίοδο που το καπιταλιστικό σύστημα συγκροτήθηκε και εξαπλώθηκε στο δυτικό κόσμο– αποτέλεσε σημαντικό θεμέλιο για την αναπαραγωγή της μισθωτής εργασίας και τον μετασχηματισμό της με όρους εξειδίκευσης και καταμερισμού. Με βάση αποκλειστικά την ετερόφυλη σεξουαλικότητα, η δημιουργία οικογένειας και η αναπαραγωγή της, με τη συνδρομή των πρόωρων κρατικών θεσμών και της εκκλησίας για μια αρκετά μεγάλη ιστορική περίοδο, απέκλεισε οποιαδήποτε εκδήλωση ομοφυλόφιλων επιθυμιών από τα άτομα και συνεπώς τη συγκρότηση κοινοτήτων (πόσο μάλλον κοινωνιών) με σεξουαλικό προσανατολισμό διαφορετικό του κυρίαρχου. Η παρέκκλιση από τη νόρμα θεσμοθετήθηκε εδώ και αιώνες μέσω συνόλου εξουσιαστικών κανόνων και νόμων –βαφτίστηκε σοδομισμός, ανωμαλία, παρά φύση κ.α.–, επιβεβαιώνοντας ότι η από τα πάνω επιβολή της συνθήκης του φύλου κατασκευάζει μια πραγματικότητα που φυλακίζει, βασανίζει, τιμωρεί, καθώς προσπαθεί να περιορίσει όλους και όλες σε προκατασκευασμένα πλαίσια και σεξουαλικές κανονικότητες. Στον βαθμό που οι έμφυλοι κανόνες της πατριαρχίας και του καπιταλισμού θεσπίζουν τι θα είναι και τι δεν  θα είναι ανθρώπινο, τι θα θεωρείται και τι δεν θα θεωρείται «πραγματικό», «κανονικό» και «λειτουργικό», θεσπίζεται ταυτόχρονα το πεδίο στο οποίο μπορούν να αποκρυσταλλώνονται οι εξουσιαστικές σχέσεις με νόμιμη ή μη έκφραση στα σώματα μας.

 

Τα κινήματα λοατκι+ καταφέρνουν εδώ και δεκαετίες να θέτουν με όρους διεκδίκησης την ορατότητα τους ως κομμάτια της κοινωνίας και την αναγνώριση των αιτημάτων τους. Ο εμπλουτισμός των περιεχομένων των φεμινισμών οφείλει αρκετά στοιχεία στη συμμετοχή, στη συνάντηση και τη ζύμωση με τη λοατκι+ κοινότητα ενδυναμώνοντας και ριζοσπαστικοποιώντας τους περαιτέρω. Η συνάντηση αυτή δεν έρχεται να διασπάσει τον αγώνα για τη γυναικεία χειραφέτηση αλλά να φωτίσει πτυχές της πατριαρχίας που ιστορικά αποδυναμώνουν τη θηλυκότητα και εδραιώνουν τους έμφυλους ρόλους.

 

Η αναγκαιότητα για αναρχικοφεμινιστικούς αγώνες απέναντι στην πατριαρχία είναι πάντα εδώ. Αγώνες, οι οποίοι εμπεριέχουν όλα τα προτάγματα, εμπλουτίζονται και ανατροφοδοτούνται συνεχώς από τα κινήματα. Οφείλουμε να χτίσουμε την αντεπίθεση μας απέναντι στην πατριαρχία με ό,τι αυτή συμπεριλαμβάνει, συλλογικά και από τα κάτω χωρίς αυταπάτες πως το σύστημα έχει να μας υποσχεθεί κάτι περισσότερο από θεσμική κατοχύρωση. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ύπαρξη θεσμικών πλαισίων δεν έχει να προσφέρει στην πραγματικότητα των ζωών μας, αλλά επισημαίνουμε ότι έρχεται ως αποτέλεσμα των ίδιων μας των αγώνων.

 

Όμως, ένας αγώνας μονάχα αντιπατριαρχικός δεν θα μας οδηγούσε στην πλήρη απελευθέρωση και χειραφέτησή μας, αφού ζώντας σε ένα καπιταλιστικό σύστημα θα συνεχίζαμε να γινόμαστε αντικείμενα εκμετάλλευσης από τους καταπιεστές μας, να βρισκόμαστε σε συνεχή ταξική πάλη, να παλεύουμε για τα αυτονόητα. Ο μόνος εφικτός αγώνας –και πιο απαραίτητος από ποτέ– είναι ένας αγώνας ενάντια και στα δύο· και μία τέτοια πάλη είναι υπόθεση όλων μας. Όχι μόνο των καταπιεσμένων υποκειμένων που πλήττονται από το πατριαρχικό μοντέλο αλλά και όσων εξαθλιώνονται κάθε μέρα από τον καπιταλισμό. Είναι υπόθεση όσων οραματίζονται μια ζωή χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση και που δεν διατίθενται να γίνουν έρμαια στις ορέξεις των αφεντικών, προσδοκώντας έναν άλλον κόσμο.

Δεν έχουμε ανάγκη από προστάτες, όπως δεν έχουμε ανάγκη από αφεντικά και κράτη που αποφασίζουν για εμάς. Δε θα ανεχτούμε κανένα αστερίσκο απέναντι στο υπάρχον καθεστώς ως γυναίκες, εργάτριες, μετανάστριες, φυλακισμένες, άστεγες, ντόπιες, τρανς, τοξικοεξαρτημένες, αγωνιζόμενες. Θα είμαστε εδώ να διαρρήξουμε το εξουσιαστικό σύστημα που μας καταπιέζει για την ισότητα και την ελευθερία μας.

 

Σημειώσεις για τη συγκυρία του κόσμο των από κάτω

 

 

Συνέπειες της συνολικής συστημικής κρίσης και επίθεσης πάνω στις ζωές μας

 

Η συνεχιζόμενη συστημική επίθεση μέσω των αναδιαρθρώσεων, που έχει πάρει καταιγιστικά χαρακτηριστικά, από το 2010 κι έπειτα, στοχεύοντας στους όρους διαβίωσης της εργατικής τάξης και συνολικότερα της κοινωνικής βάσης, επιδεινώνει διαρκώς την εργασιακή μας θέση και προκαλεί καταστροφικά αποτελέσματα σε όλες τις πτυχές της ζωής μας η οποία υποτιμάται ραγδαία.

 

Αυτή η επίθεση σημαίνει τη διαμόρφωση μιας συνολικής συνθήκης σακατέματος του κόσμου της εργασίας, με τραγικότερη αντανάκλαση της την αύξηση των καθημερινών εργατικών ατυχημάτων καθώς και τον θάνατο εκατοντάδων ανθρώπων της τάξης μας σε εγκληματικά γεγονότα όπως αυτά στα Τέμπη, στο Μάτι, στη Μάνδρα, στην Πύλο. Σημαίνει τη μετατροπή της ζωής σε ένα αγχωμένο κυνήγι επιβίωσης εξαιτίας της αδυναμίας επαρκούς κάλυψης των βιοποριστικών μας αναγκών ακόμα κι όταν υπάρχει η δυνατότητα ενός βασικού μισθού. Σημαίνει την περαιτέρω εντατικοποίηση του κατακερματισμού της τάξης μας, τον εξαναγκασμό των εργαζομένων στην αναζήτηση άμεσων ατομικών λύσεων και τον περιορισμό ακόμα περισσότερο της δυνατότητας συλλογικοποίησης, οργάνωσης και αντίστασης στους χώρους δουλειάς και κοινωνικοποίησης.

 

Σημαίνει την εξαθλίωση των φτωχότερων ανάμεσά μας και την αδυναμία χιλιάδων πια να καλύψουν τις ανάγκες τους σε τροφή και στέγαση αναγκαζόμενοι/ες να επιβιώνουν στις ουρές των ανθρωπιστικών σισιτίων και στους κάδους σκουπιδιών, στα υπόστεγα των πεζοδρομίων και σε εγκαταλελειμμένα ερείπια.

 

Σημαίνει τον αποκλεισμό όλο και περισσοτέρων ανθρώπων της τάξης μας από τις αναγκαίες δομές δημόσιας περίθαλψης. Την στοίβαξή τους στα ράτζα των νοσοκομειακών διαδρόμων ή στην πλήρη εγκατάλειψή τους ως αριθμούς στις στατιστικές του θανάτου. Άραγε, πόση απελπισία και πόνος μπορεί να κρύβεται πίσω από τον αριθμό των 20.000 θανάτων εξαιτίας της πανδημίας χωρίς τη δυνατότητα νοσηλείας σε μονάδες εντατικής θεραπείας. Πόσους ακόμα νεκρούς/ες και σακατεμένες/ους μετράμε εξαιτίας της υποστελέχωσης, του κλεισίματος και της ιδιωτικοποίησης μονάδων του Ε.Σ.Υ. Ποια τύχη επιφυλάσσεται για τους πιο ευάλωτους ανάμεσά μας, τις φτωχές ηλικιωμένες και τους φτωχούς ηλικιωμένους που αντιμετωπίζονται ως βάρος από το κράτος και το κεφάλαιο για να καταδικαστούν σε μια αβίωτη μοναχική μοίρα ή να πεταχτούν σε ελάχιστα δημόσια γηροκομεία άθλιων συνθηκών διαβίωσης.

 

Η επίθεση αυτή σημαίνει τον όλο και μεγαλύτερο αποκλεισμό των παιδιών της εργατικής τάξης από τη δυνατότητα συμμετοχής τους στο σύνολο των δομών και των τριών βαθμίδων της δημόσιας παιδείας, εξαιτίας των αλλεπάλληλων ταξικών φραγμών της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης. Την στοίβαξή τους στις αποθήκες εφήβων που κατ΄ευφημισμό ονομάζονται επαγγελματικά λύκεια για τη μετατροπή τους σε

«υποκατώτατα» αμοιβόμενο εργατικό δυναμικό και σε στρατό ανέργων. Ιδιαίτερα για τη γενιά που μεγαλώνει μες στην κρίση, στις φτωχότερες συνοικίες σημαίνει τη διαρκή αποστέρηση των δυνατοτήτων απρόσκοπτης ανάπτυξης των ικανοτήτων και επιθυμιών τους όπως και της συμμετοχής τους σε όλο το εύρος της κοινωνικής ζωής. Τη διαρκή γκετοποίηση και απομόνωση τους σε αυτοκαταστροφικές συνθήκες με μοναδικές ορατές διεξόδους τη διοχέτευσή τους ως υποπρολεταριάτο σε δουλειές της παραοικονομίας και τη συγκρότησή τους στους ιδιωτικούς οπαδικούς στρατούς των μεγάλων αφεντικών.

 

Σημαίνει τη διαρκή ενσωμάτωση της εξουσιαστικής επιβολής και βίας στο σώμα της κοινωνικής βάσης. Την εκτόνωση και αναπαραγωγή της στο εσωτερικό της τάξης μας με απτό αποτέλεσμα την αύξηση της κανιβαλικής βίας και τη διαρκή αλλοίωση της συλλογικής κοινωνικής και ταξικής συνείδησης. Σημαίνει την ένταση των έμφυλων εξουσιαστικών σχέσεων που εκρήγνυνται πάνω στο ιστορικά εδραιωμένο κοινωνικό υπόστρωμα της πατριαρχίας και στην συστημική κάλυψή της, παράγοντας καθημερινές γυναικοκτονίες και

 

κάθε είδους βία πάνω στα σώματα μας. Πάνω στα σώματα των ανθρώπων της τάξης μας που δεν ανήκουν και δεν ενσωματώνονται στο κυρίαρχο έμφυλο/φυλετικό/ηλικιακό/πολιτισμικό πρότυπο.

 

Σημαίνει τον διαρκή περιορισμό και έλεγχο του δημόσιου χώρου και τον αποκλεισμό μας από αυτόν. Την αποστέρηση των χώρων καθημερινής συνάντησης και κοινωνικοποίησης όλων μας, μικρών και μεγάλων, στις γειτονιές μας. Σημαίνει τη διαρκή υποβάθμιση των φυσικών ορεινών και νησιώτικων οικοτόπων και τον εγκλωβισμό μας στο τεχνητό περιβάλλον των μητροπόλεων εξαιτίας της ολοένα μεγαλύτερης δυσκολίας μετακίνησης μας σε αυτούς, της αρπαγής τους από την επέκταση της τουριστικής και ενεργειακής βιομηχανίας, των συνεχών απαγορεύσεων ελεύθερης διαβίωσης σε αυτούς. Σημαίνει τη διαρκή εκδίωξη των ανθρώπων που μεγάλωσαν σε αυτούς τους τόπους και ανέπτυξαν τη ζωή και την εργασία σε αρμονία με το φυσικό περιβάλλον εξαιτίας της συνεχόμενης καταστροφής τους και της αδυναμίας πλέον βιοπορισμού με βάση τις παραδοσιακές ασχολίες.

 

Έτσι, η επίθεση που δεχόμαστε δεν έχει ως συνέπεια στενά και μόνο τη δυσκολία βιοπορισμού αλλά επεκτείνεται ταυτόχρονα στη δυνατότητα αυτοκαθορισμού μας σε όλα τα πεδία της ζωής. Του ελεύθερου χρόνου, της παιδείας, της έκφρασης, των διαπροσωπικών και οικογενειακών σχέσεων, της δημιουργικότητας, της ψυχικής ισορροπίας, του πολιτισμού, της σχέσης μας με τον φυσικό κόσμο, των κοινωνικών σχέσεων… Πόσο μάλλον όσον αφορά τους ανθρώπους της τάξης μας, που η πρόσβαση σε βασικούς πόρους και υπηρεσίες είναι ακόμα περισσότερο περιορισμένη, όχι μόνο εξαιτίας της ταξικής τους θέσης, αλλά επιπλέον εξαιτίας των κοινωνικών διακρίσεων και των διαφόρων εκφράσεων του ρατσισμού, κάνοντας την ίδια την επιβίωση μια πολύ δύσκολή υπόθεση. Τους μετανάστες/στριες, τους ρομά, τους άστεγους/ες, τους τοξικοεξαρτημένους/ες, τα άτομα με αναπηρία ή ψυχικές ασθένειες, οι οποίοι αποτελούμε ήδη μια πλεονάζουσα, φθηνή και αόρατη εργατική δύναμη με πολύ περιορισμένη δυνατότητα πρόσβασης στην εργασία βιώνοντας κάθε στιγμή ένα πλέγμα πολλαπλών αποκλεισμών σε κάθε πτυχή της ζωής.

 

Έπιπλέον, η μη κάλυψη των βασικών μας αναγκών που σηματοδοτεί πλέον, ορατά και σε μαζική κλίμακα, την άρνηση από την πλευρά του «δημοκρατικού» κράτους του βασικού νομιμοποιητικού του ρόλου, αυτόν του «εγγυητή» του «δικαιώματος» ενός ελάχιστου επιπέδου βιοπορισμού για όλους και όλες, συνεπάγεται αυτόματα την ενίσχυση του κατασταλτικού του ρόλου σε ευρύ κοινωνικό επίπεδο. Η ακραία φτωχοποίηση των πληβειακών και η προλεταριοποίηση τμήματος των μικροαστικών στρωμάτων σημαίνει αντίστοιχα το πέρασμα μεγάλου μέρους του πληθυσμού σε ένα καθεστώς εξαίρεσης και στην επιβολή μιας συνθήκης κατασταλτικής διαχείρισής του από το κράτος ως «πλεονάζοντα πληθυσμού», όπως δηλαδή ήταν ήδη πραγματικότητα εδώ και καιρό για τους φτωχότερους των φτωχών και τους πιο ευάλωτους ανάμεσά μας. Έχει προηγηθεί εξάλλου, στην ίδια κατεύθυνση, η επιβολή πάνω στα ταξικά μας αδέρφια, τους πρόσφυγες/ισες και τους μετανάστες/στριες, ενός ρατσιστικού και ανοιχτά φασιστικού καθεστώτος, στα πρότυπα του απαρτχάιντ, για την κατασταλτική διαχείρισή τους και την εμπέδωση ευρύτερα κοινωνικά αυτής της συνθήκης. Ένα καθεστώς, το οποίο οργανώνεται πλέον με ακόμη σκληρότερους και ανοιχτά δολοφονικούς όρους.

 

 

Πρόκειται για μια συνεχιζόμενη συνολική επίθεση που στοχεύει ακόμα βαθύτερα από την υποτίμηση της τάξης, της αξιοπρέπειας και της ζωής μας, στον συνολικό μετασχηματισμό της κοινωνίας και στην κατασκευή μιας νέας εξατομικευμένης υποτακτικής συνείδησης στο σύγχρονο ολοκληρωτικό καθεστώς εξουσίας και εκμετάλλευσης.

 

Για τις μάχες που δόθηκαν και αυτές που μαίνονται, προοίμια μιας πολύ βαθύτερης σύγκρουσης στο μέλλον

Η ένταση της συστημικής βίας που συνθέτει την καθημερινή πραγματικότητα που βιώνουμε σήμερα –και αποσπασματικά μόνο επιχειρείται παραπάνω να αποτυπωθούν πτυχές της– είναι αποτέλεσμα τόσο της βαθειάς συστημικής κρίσης όσο και απόρροια μιας μάχης που χάθηκε. Μιας μάχης που δόθηκε με μεγάλη ένταση ιδιαίτερα την διετία του 2010-‘12 μέσα σε ένα περιβάλλον μεταδεκεμβριανής κοινωνικής δυναμικής, κατά την οποία πολλοί παράγοντες συνέτειναν στην ατελέσφορη σε μεγάλο βαθμό, για την τάξη μας και ευρύτερα για την κοινωνία, έκβασή της. Παράγοντες που μας απασχολούν γιατί μόνο μέσα από τη διαπίστωσή τους μπορούμε να κατανοήσουμε τις αδυναμίες και τους περιορισμούς του αγώνα που προηγήθηκε, ώστε να αναπτύξουμε τις δυνατότητες αυτού που μαίνεται.

 

Όταν το 2010, το κράτος εξαπέλυσε μια άνευ προηγουμένου επιχείρηση αναδιάρθρωσης των εργασιακών σχέσεων σε ευρεία κλίμακα, στα πρότυπα των πειραμάτων της σχολής του Σικάγο και στη βάση του

«δόγματος του σοκ», η οποία θα εξελίσσονταν σε βάθος χρόνου, εφάρμοσε μια πολιτική απόκρυψης της έκτασης και της έντασής της, έχοντας την πρωτοβουλία της κίνησης. Την εμφάνισε έτσι ως μια έκτακτη και προσωρινή συνθήκη υπαγορευμένη από το «εθνικό συμφέρον», τις συνέπειες μιας “πρόσκαιρης” παγκόσμιας «οικονομικής κρίσης» και τις χρόνιες στρεβλώσεις της κρατικής διεύθυνσης κομματιών της παραγωγής. Οργάνωσε την επίθεση τμηματικά στους επιμέρους κλάδους της εργασίας, εντείνοντας την προπαγάνδα περί «προνομιούχων» εργαζομένων του δημόσιου τομέα αρχικά και κατόπιν του ιδιωτικού, προωθώντας επιπλέον την ενοχοποίηση όλων των εργαζομένων και τον κοινωνικό αυτοματισμό.

 

Η εργατική τάξη ως αγωνιστικό υποκείμενο βρέθηκε ανέτοιμη να αντιδράσει συνολικά και οργανωμένα. Ο απεργιακός αγώνας της αναπτύχθηκε αποκομμένα από κλάδο σε κλάδο οδηγώντας στη διαδοχική εξάντληση, οπισθοχώρηση και ήττα του κάθε ένα ξεχωριστά. Δεν αναγνωρίστηκε η συνολικότητα της επίθεσης και δεν αναπτύχθηκε ο αγώνας αντίστοιχα. Δεν μπόρεσε να σχεδιάσει τα βήματά της συνδυάζοντας τον αγώνα στους χώρους δουλειάς παράλληλα με τον ευρύτερο κοινωνικό αγώνα στις γειτονιές και τη μαχητική διαμαρτυρία στο κέντρο των πόλεων. Οι κομματικές ηγεσίες του γραφειοκρατικού συνδικαλισμού, ούσες συνθηκολογημένες με τα αφεντικά και έχοντας μετατραπεί επί της ουσίας σε κρατικούς και εργοδοτικούς φορείς, κατείχαν την ηγεμονία στους κρίσιμους τομείς της παραγωγής και τον συσχετισμό δυνάμεις σε όλο το εύρος της εργασίας. Έτσι, προχώρησαν στην κήρυξη μονοήμερων ή διήμερων γενικών απεργιών υπό την πίεση της κοινωνικής βάσης, χωρίς καμία προετοιμασία στους χώρους δουλειάς, κανένα σχέδιο μπλοκαρίσματος της μακρόχρονης και συνολικής επίθεσης των αφεντικών στην τάξη μας και χωρίς καμία ουσιαστική κάλυψη των απεργών, επιχειρώντας αποκλειστικά με αυτόν τον τρόπο να συνεχίσουν να επιβιώνουν ως διαμεσολαβητικοί μηχανισμοί. Επιπλέον, η περιορισμένη συμμετοχή και οργάνωση των ριζοσπαστικών κομματιών της αντίστασης στους εργασιακούς χώρους και στις διαδικασίες εργατικής διεκδίκησης είχε ως μοναδική διέξοδο την ανάπτυξη της αγωνιστικής έντασης σχεδόν μόνο με όρους συγκρουσιακής δυναμικής στους δρόμους και με συχνότητα που όριζαν οι συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες.

 

 

Μέσα σε αυτή τη συνθήκη, έγινε εφικτή μια σταθερότερη μαζική παρουσία στο δημόσιο χώρο, με την αυθόρμητη κίνηση ενός κοινωνικού κομματιού που βγήκε στον δρόμο με σημείο αναφοράς την πλατεία Συντάγματος και πολλές άλλες πλατείες πανελλαδικά. Μια κίνηση μεγάλου κομματιού της κοινωνίας, που του προσδόθηκε ο γενικός όρος «αγανακτισμένοι». Προσδιορισμός που αντανακλούσε τόσο τον έντονο ψυχισμό ενός κόσμου που ασφυκτιούσε όσο και τα πολύ περιορισμένα αντικρατικά και αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά της κίνησής μεγάλου μέρους του. Μια κίνηση κατά βάση καταγγελτικού χαρακτήρα της

«προδοσίας» του πολιτικού προσωπικού του κράτους, που με τη δημόσια έκφραση αγανάκτησης ευελπιστούσε στην αποκατάστασή της μέσα από το ίδιο το σύστημα. Η δυνατότητα οργάνωσης και ριζοσπαστικοποίησης του χαρακτήρα αυτής της αυθόρμητης κίνησης μέσα από τη συνάντηση και ώσμωσή της με το κοινωνικό και ταξικό κίνημα είχε πολύ στενά όρια εξαιτίας των απολίτικων και σε μεγάλο βαθμό διαταξικών χαρακτηριστικών της. Αυτά αποτελούσαν βασικά συνεκτικά στοιχεία της πλειοψηφίας του κόσμου που αναγνώριζε τον εαυτό του ως μέρος της και σαφή αντανάκλαση του επιπέδου πολιτικής και

 

οργανωτικής συγκρότησης της τάξης μας και συνολικότερα της κοινωνίας εκείνη την περίοδο. Η συνθήκη αυτή δεν μεταβλήθηκε παρά ελάχιστα, στο μέτρο των ορίων της επιρροής των αυτοοργανωμένων κινηματικών διαδικασιών και διεργασιών καθώς και της περιορισμένης δυνατότητας αυτών να εγκολπώσουν κομμάτια αυτής της κοινωνικής δυναμικής. Παρέμεινε ουσιαστικά, έτσι, μια δυνατότητα αποσπασματικής συνάντησης δρόμου, του κινήματος με ένα ευρύτερο κοινωνικό κομμάτι διαμαρτυρίας. Η συνάντηση αυτή δημιούργησε σε στιγμές το έδαφος εκδήλωσης της συσσωρευμένης κοινωνικής οργής –η οποία εκφράστηκε στη μαχητική σύγκρουση του κόσμου που διαδήλωνε απέναντι στις κατασταλτικές δυνάμεις με αποκορύφωμα τα γεγονότα της 12ης Φλεβάρη του 2012–, χωρίς ωστόσο να μπορέσει να σπάσει τη συνολικότερη συνθήκη κρατικής τρομοκρατίας και να διατηρήσει την όξυνση της αντίστασης με μαζικούς και μαχητικούς όρους συγκροτώντας μια συνολική, αξιόπιστη και ανταγωνιστική στο κομματικό γραφειοκρατικό ρεφορμισμό και την κυβερνητική σοσιαλδημοκρατία, πρόταση οργάνωσης και αγώνα για την ανατροπή των νεοφιλελευθερων κρατικών πολιτικών.

 

Μπορούμε να παρατηρήσουμε συνολικότερα ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της έκρυθμης περιόδου και δεδομένης της αδυναμίας αποτελεσματικότερης ανάπτυξης όλων των μορφών πάλης, το βάρος της αντίστασης μετατοπιζόταν στα μυαλά των αγωνιζόμενων αποκλειστικά στη συγκρουσιακή αντικατασταλτική δράση. Προσβλέποντας αναγκαστικά, έτσι, μέσα στην αλληλουχία των γεγονότων, την αναπαραγωγή της δυναμικής του δρόμου μέσω μιας στενά θυμικής ανατροφοδότησής της και αναζητώντας στην όξυνση μιας μονοδιάστατης και ελάχιστα οργανωμένης σύγκρουσης τον ριζικό επανακαθορισμό μιας πολύ πιο σύνθετης σχέσης.

 

Ως αναρχικές και αναρχικοί πιστεύουμε στα υγιή κοινωνικά αντανακλαστικά και στην αυθόρμητη απελευθέρωση δυναμικών μιας κοινωνίας που ασφυκτιά. Δεν παραγνωρίζουμε τη σημασία των μαχών που δόθηκαν στους δρόμους ως αναγκαία έκφραση του αντικρατικού αντικαπιταλιστικού αγώνα και σημαντική παρακαταθήκη για την διατήρηση της δυνατότητας αντίστασης σήμερα. Έχουμε τη βεβαιότητα ότι η απουσία τους θα είχε διαμορφώσει πολύ χειρότερους συσχετισμούς με το κράτος και τα αφεντικά. Εξάλλου, αυτός ήταν ο παράγοντας που πυροδότησε ευρύτερα κοινωνικά το αγωνιστικό πνεύμα και προκάλεσε βαρύ πλήγμα στο καθεστώς, αναγκάζοντάς το επιπλέον να απεκδυθεί των δημοκρατικών προσχημάτων του και να επιστρατεύσει διαδοχικά πολλές από τις εφεδρείες του, μπροστά στη ραγδαία κατάρρευση τμημάτων του και στον ορατό κίνδυνο ακόμα βαθύτερης αποσταθεροποίησής του.

 

Ωστόσο, τόσο μέσα από την εμπειρία της εξέγερσης του ‘08, όσο και μέσα από τα γεγονότα που ακολούθησαν, έγινε σαφές ότι η αυθόρμητη έκρηξη της κοινωνικής οργής στον δρόμο και η δράση, που απορρέει αποκλειστικά από αυτήν, δεν επαρκεί ώστε να αντιπαλέψει σε βάθος χρόνου τις κεντρικές πολιτικές του κράτους και της αστικής τάξης – πόσο μάλλον να τις ανατρέψει. Ενώ επίσης, έχει σημασία να επισημανθεί ότι πολλές φορές μπορεί να ενσωματώνει ασυνείδητα, στοιχεία και χαρακτηριστικά υπονόμευσης της ίδιας της σύγκρουσης και του αγώνα συνολικά. Στις περιπτώσεις και στον βαθμό που αυτή η δράση παύει να βρίσκεται σε διαλεκτική σχέση με το περιβάλλον της, το αντιλαμβάνεται συνολικά αντιπαραθετικά και αυτοδικαιώνεται αποκλειστικά και μόνο μέσω της δυνατότητας αναπαραγωγής της.

 

Έτσι, αναζητάμε, ως προοπτική του αγώνα σήμερα, τους όρους που μπορεί να γίνει ακόμα περισσότερο αιχμηρός και επικίνδυνος από όσο πραγματικά έγινε τον Μάη του ‘10 ή τον Φλεβάρη του ‘12 και τις προϋποθέσεις ανάπτυξής τους. Όπως τη δυνατότητα ουσιαστικής αξιοποίησης του όπλου της απεργίας για το μπλοκάρισμα της παραγωγικής διαδικασίας πέρα από τις εθιμοτυπικές ασκήσεις διαμεσολάβησης της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Τη δυνατότητα σύνδεσης των επιμέρους εργατικών και κοινωνικών διεκδικήσεων σε ενιαίες αιχμές και δράσεις. Τη δυνατότητα παράταξης οργανωμένων δυνάμεων αυτοάμυνας των διαδηλώσεων απέναντι στις οργανωμένες δυνάμεις καταστολής. Τη δυνατότητα κατάληψης νευραλγικών για το κράτος και αναγκαίων για τη συνάντηση των αγωνιστών και αγωνιστριών δομών. Τη δυνατότητα συνολικότερου σχεδιασμού των αγωνιστικών βημάτων μας για την αμφισβήτηση της κρατικής πρωτοβουλίας της κίνησης.

 

Αντιλαμβανόμαστε ότι η προσπάθεια υλικής ανάπτυξης των αναγκαίων όρων και εργαλείων αγώνα σε όλο το εύρος του κοινωνικού – ταξικού ανταγωνισμού για την ανακοπή της επέλασης των αφεντικών και την αντιστροφή της είναι μια σύνθετη και πολυεπίπεδη διαδικασία. Κοιτάζουμε προς τα πίσω στις ιστορικές

 

στιγμές όπου γίνεται ορατό το πλήθος των δυνάμεων που σχηματίζουν, μέσα από την τομή και τη σύγκρουσή τους, την συνισταμένη της ιστορικής κίνησης για να μπορέσουμε να κάνουμε προβολή του αγώνα μπροστά. Αντιλαμβανόμαστε την ίδια στιγμή ότι οι συνθήκες της ζωής και της αντίστασης μεταβάλλονται ως απόρροια αυτής της σύγκρουσης. Έτσι, το Μάρτη του ‘23, κατά την ανάπτυξη της αντίστασης που πυροδότησε το έγκλημα στα Τέμπη, η δυνατότητα έκφρασης της κοινωνικής διαμαρτυρίας

– πόσο μάλλον της έκρηξης της – δεν είναι ίδια με δεκαπέντε χρόνια νωρίτερα. Το κράτος έχει αυξήσει σημαντικά τη δυνατότητα του στην άσκηση αντιεξεγερτικής κατασταλτικής πολιτικής, έχει αναδιαταχθεί πολιτικά και έχει κάνει σημαντικά βήματα θεσμικής αναδιάρθρωσης στην κατεύθυνση του ολοκληρωτισμού. Γεγονός που έχει παράξει ως άμεσο αποτέλεσμα την καθολική συστράτευση όλων των συστημικών πολιτικών δυνάμεων απέναντι στην αδιαμεσολάβητη δράση.

 

Χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει, ότι την ίδια στιγμή το πολιτικό προσωπικό του κράτους και οι θεσμοί του δεν βρίσκονται σε μια διαρκή διαδικασία φθοράς και απομείωσης της δυνατότητας κοινωνικής επανανομιμοποίησης τους, αντίστοιχη της διαρκούς απομείωσης της δυνατότητάς τους να παραγάγουν προσδοκίες μιας καλύτερης προοπτικής για τη συντριπτική κοινωνική πλειοψηφία, όπως κατάφερναν να κάνουν όλη την προηγούμενη περίοδο. Μια υπόγεια φθορά που, λόγω μεταβολής των αντικειμενικών συνθηκών, ενδέχεται –σε διαφοροποίηση με την προηγούμενη περίοδο– να έχει πολύ μεγαλύτερο βάθος από αυτό που αντανακλάται στην εκδήλωση των κοινωνικών αντιδράσεων σήμερα.

 

 

Η σημασία των αντιστάσεων στην περίοδο άμβλυνσης του αγώνα από το 2012 μέχρι σήμερα

Στην περίοδο κατά την οποία οι αγώνες βρέθηκαν σε συρρίκνωση συναντώντας τα όριά τους ανάμεσα στις κινούμενες συμπληγάδες των παράλληλων κρατικών πολιτικών, της ενσωμάτωσης και της τρομοκρατίας, οι μικρές και μεγάλες στιγμές αντίστασης που προβλήθηκαν, αν και οριοθετημένες σε αυτή την ασφυκτική πολιτικοκοινωνική συνθήκη, είχαν ζωτική σημασία. Όχι μόνο γιατί διατηρούν το νήμα με την προηγούμενη περίοδο και λειτουργούν έτσι κι αλλιώς ως παρακαταθήκη για την επόμενη αλλά κυρίως γιατί αρθρώθηκαν σε πρώτη φάση αντίθετα στο κύμα της ενσωμάτωσης και κατόπιν μέσα στο νέο πολιτικοκοινωνικό περιβάλλον της σκληρότερης καταστολής και των περιορισμένων διαμεσολαβήσεων. Οι αγώνες αυτοί διαμορφώνουν έτσι, εκ των πραγμάτων, στον ίδιο τους τον πυρήνα την συνείδηση αυτής της νέας συνθήκης και φέρουν τη δυνατότητα ανάδειξης των χαρακτηριστικών εξέλιξης του αγώνα μέσα σε αυτή.

 

Οι αντιστάσεις αυτές, που αναπτύχθηκαν τις περιόδους μετά το 2012 έως το ‘19 και από το 2019 μέχρι σήμερα σε σειρά ζητημάτων, πολλές φορές στη σκιά της κρατικής προπαγάνδας και σε καθεστώς αστυνομικής βίας και αποκλεισμού τους από την κοινωνική τους απεύθυνση, δημιούργησαν, σε στιγμές, μια αγωνιστική κοινωνική δυναμική που μπόρεσε να διασπάσει τον ασφυκτικό μονόλογο του κράτους και των αφεντικών και να αμφισβητήσει την αποτελεσματικότητα των πολιτικών τους. Ενώ σε μερικές περιπτώσεις, μπόρεσαν να μπλοκάρουν πτυχές αυτών των πολιτικών. Ενδεικτικά, αναφέρουμε κάποιους από αυτούς τους αγώνες και σημαντικά στοιχεία τους.

 

Ο αγώνας που αναπτύχθηκε σε αλληλεγγύη με τους πολιτικούς κρατούμενους και συνολικότερα με τις διεκδικήσεις των φυλακισμένων κατά τον πρώτο καιρό της αριστερής διακυβέρνησης και κλιμακώθηκε με την κατάληψη της Πρυτανείας, όπως και ο αγώνας αλληλεγγύης στον προσφυγικό και μεταναστευτικό πληθυσμό και στις κατειλημμένες δομές στέγασής του στο κέντρο των πόλεων, ήρθαν άμεσα σε μετωπική αντιπαράθεση με τις κεντρικές κατασταλτικές και αντιμεταναστευτικές πολιτικές του κράτους και αποδόμησαν γρήγορα τις σαθρές φιλοκυβερνητικές κινηματικές προσδοκίες.

 

Η ανάπτυξη της πολύμορφης αντιφασιστικής δράσης που μετά τη δολοφονία του αντιφασίστα Παύλου Φύσσα θα πάρει χαρακτηριστικά βαθύτερης κοινωνικής ρήξης, αναχαιτίζοντας τις δυνατότητες δράσης του φασιστικού στρατοπέδου και εκθέτοντας όλο το πολιτικό σύστημα για την ανοχή και την ανοιχτή συνεργασία του με τους ναζίδες, θα προκαλέσει την αναθεώρηση του μοντέλου κρατικής επιβολής εκείνης της περιόδου και θα οδηγήσει στην απόσυρση του παρακρατικού μορφώματος της Χ.Α.

 

Ο αντιεθνικιστικός λόγος και οι κεντρικές παρεμβάσεις, που αναπτύχθηκαν εν μέσω εθνικιστικής έξαρσης, απέναντι στα συλλαλητήρια, που οργανώθηκαν για το «μακεδονικό ζήτημα» από το βαθύ κράτος με την υποστήριξη μεγάλου μέρους του πολιτικού φάσματος, θα προκαλέσουν ρήγμα σε ένα κεντρικό εθνικιστικό αφήγημα του και θα έρθουν σε μετωπική αντιπαράθεση με τον μισαλλόδοξο και φασιστικό εσμό αμφισβητώντας ανοιχτά στο δρόμο τη δυνατότητα κυριαρχίας του στον δημόσιο χώρο – τη στιγμή ακριβώς της μέγιστης συσπείρωσής του. Επιπλέον, η πυρπόλυση της κατάληψης Libertatia από φασίστες αλλά κυρίως η αποφασιστηκότητα των συντροφισσών και συντρόφων να παραμείνουν σε αυτήν και να την ανοικοδομήσουν δημιούργησε το έδαφος για μια πλατιά κινητοποίηση του ελευθεριακού κινήματος.

 

Ο αγώνας για την υπεράσπιση και επανοικειοποίηση των Εξαρχείων έθεσε φραγμό στα εκφυλιστικά φαινόμενα κοινωνικού κανιβαλισμού και στην επιβολή των κανόνων της ναρκομαφίας που αναπτύχθηκαν ανταγωνιστικά στην εξεγερσιακή παράδοση της γειτονιάς και στα ριζώματα των σχέσεων αλληλεγγύης και συνύπαρξης. Φαινόμενα που γιγαντώθηκαν ως στοιχεία της στρατηγικής του κράτους και του κεφαλαίου για τον υπερκαθορισμό των αγωνιστικών κοινωνικών χαρακτηριστικών και τη νομιμοποιήση της αστυνομικής κατοχής. Μια διαδικασία μετάβασης, για την καταστολή των κινηματικών πρωτοβουλιών και δομών, τον συνολικό επανασχεδιασμό της χρήσης της περιοχής, την εκδίωξη των φτωχότερων κατοίκων της και τον εξευγενισμό της, στην κατεύθυνση μετατροπής της σε ελεγχόμενο πεδίο κερδοφορίας του τουριστικού, κτηματομεσιτικού και εμπορικού κεφαλαίου. Με βασικά σημεία αυτού του κατασταλτικού πολεοδομικού ανασχεδιασμού σήμερα, την ¨ανάπλαση¨ του λόφου του Στρέφη, την αλλαγή χρήσης και απονέκρωση του Πολυτεχνείου, την κατασκευή σταθμού Μετρό πάνω στην πλατεία. Ο αγώνας για την επανοικειοποίηση των Εξαρχείων αναπτύχθηκε μέσα σε αυτή τη μεταβατική περίοδο αναγνωρίζοντας τη σημασία επανανοηματοδότησης των προταγμάτων του αγώνα και της αντίστασης απέναντι στη στρατηγική καταστολής και επέλασης της καπιταλιστικής ανάπτυξης στο κέντρο της πόλης και επιχειρώντας να αρθρώσει λόγο και δράση σχετικά με το ζήτημα της ευθύνης του κινήματος πάνω στο περιεχόμενο του “απελευθερωμένου εδάφους” που ανακτά από τον κρατικό έλεγχο. Αποτέλεσε έτσι σημαντική παρακαταθήκη για τον αγώνα συνολικά και την συνέχισή του, ειδικά στην περιοχή.

 

Ο αντικατασταλτικός αγώνας με αιχμή την υπεράσπιση των κατειλημμένων χώρων απέναντι στην κεντρική κρατική διακήρυξη καταστολής τους, κατά την κυβερνητική επάνοδο της φιλελεύθερης ακροδεξιάς, θα αποτελέσει ένα πρώτο σημαντικό ανάχωμα στην επιχείρηση ολοκληρωτικής συντριβής της αντίστασης. Θα πάρει μετωπικά χαρακτηριστικά και θα αναπτύξει ένα εύρος πολύμορφων δράσεων σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο, δημιουργώντας το έδαφος μιας πλατιάς αγωνιστικής συνάντησης και κοινωνικής απεύθυνσης. Θα ανατρέψει τους αρχικούς σχεδιασμούς του κράτους και θα το αναγκάσει σε συνεχείς αναδιπλώσεις και καθυστερήσεις σε σχέση με τον διακηρυγμένο του στόχο.

 

Ο αγώνας των υγειονομικών ενάντια στην υποβάθμιση της δημόσιας υγείας εν μέσω πανδημίας και η αλληλεγγύη σε αυτόν θα δοκιμαστούν σε συνθήκες πλήρους παρανομοποίησης τους· όπως και ο αγώνας αλληλεγγύης στον κομμουνιστή αντάρτη πόλης και απεργό πείνας εκείνη την περίοδο Δ. Κουφοντίνα καθώς και άλλες κεντρικές αγωνιστικές προσπάθειες που αμφισβήτησαν έμπρακτα τις κρατικές απαγορεύσεις. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, οι αγώνες αυτοί θα καταδείξουν την επιχείρηση κατασταλτικής εργαλειοποιήσης των αναγκαίων μέτρων περιορισμού της εξάπλωσης του ιού covid – 19 και θα σπάσουν την επιβολή ολοκληρωτικής αδρανοποίησης της αντίστασης. Θα επιδείξουν πρωτοφανή επιμονή διαμορφώνοντας έτσι τους όρους για την πραγματοποίηση μεγάλων κεντρικών κινητοποιήσεων και θα συμβάλουν στο ξέσπασμα της κοινωνικής οργής στα γεγονότα της Ν. Σμύρνης.

 

Ο αγώνας ενάντια στην κρατική διαχείριση της πανδημίας θα επιχειρήσει επίσης μια μετωπική αγωνιστική συνάντηση και κινητοποίηση η οποία αν και περιορισμένης διάρκειας και παρέμβασης, θα αρθρώσει πολύτιμο λόγο με ουσιαστικό κοινωνικό και ταξικό περιεχόμενο σε κεντρικό επίπεδο, απέναντι στα αγοραία και ατομικίστικα φιλελεύθερα ιδεολογήματα του κράτους και σε αντίθεση με το πλήθος των ακατανόητων αντιλήψεων άρνησης της πανδημίας.

 

Για τον αντιπολεμικό αγώνα. Σε αυτή τη γεωπολιτική συνθήκη αλλά και στις προκλήσεις του μέλλοντος, δεν υπάρχει κάποια θέση που να μας αντιστοιχεί πέρα από την αντίσταση στην κρατική και καπιταλιστική

 

βαρβαρότητα των πολεμικών επιχειρήσεων. Ωστόσο, οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι η ανάλυση ενός κόσμου –τόσο γρήγορα μεταβαλλόμενου και δυσνόητου σύναμμα– συχνά μας οδηγεί σε αμηχανία. Από το να χρησιμοποιούμε ψήγματα αναλυτικών σχημάτων του παρελθόντος, μέχρι την ανάγκη του να φιλτράρουμε πληροφορίες για μακρινές καταστάσεις, που φτάνουν στα μάτια μας συνήθως ως προϊόν μεσολαβήσεων ή και διαστρεβλώσεων. Ταυτόχρονα, η έλλειψη σταθερών πολιτικών και συντροφικών σχέσεων με συγγενικές ιδεολογικά ομάδες άλλων τόπων προς μια διεθνιστική κατεύθυνση συμβάλει ακόμη περισσότερο στα παραπάνω.

Η δική μας θέση έγκειται στο ότι δεν μας αναλογεί η επιλογή του ενός ή του άλλου στρατοπέδου. Η ανάγκη για την ανασυγκρότηση της ενότητας τάξης των καταπιεσμένων εντός των συνόρων ήταν, είναι και θα είναι το βασικό δομικό στοιχείο, που προηγείται στο μυαλό μας, κάθε αντιπολεμικής κίνησης. Αν η τάξη είναι το βασικό όχημα ενάντια στους γενικότερους ρόλους που επιβάλει κράτος & κεφάλαιο, τότε σε ένα περιβάλλον που δύο αμιγώς καπιταλιστικοί σχηματισμοί διεξάγουν πόλεμο, η ταξική πάλη είναι αυτή που μπορεί να λάβει τη μορφή του συνειδητού ή μη αντι-μιλιταρισμού και διεθνισμού που θα σαμποτάρει τα πλάνα της εξουσίας. Ο διεθνισμός παραμένει το μήνυμα που θέλουμε να μοιραστούμε με τις κινήσεις και τις προσπάθειες όλων αυτών των συντρόφων/ισσών που ζουν σε άλλα μέρη αυτού του κόσμου. Η κοινωνική, διεθνιστική, ταξική, αναρχική οργάνωση είναι η ελάχιστη συμβολή μας στη συνάντηση της αλληλεγγύης και της ανατροπής του υφαινόμενου σύγχρονου ολοκληρωτισμού.

 

Οι κοινωνικοί αγώνες ενάντια στη λεηλασία και καταστροφή του φυσικού κόσμου και των τοπικών κοινοτήτων, που θα αναπτυχθούν σταδιακά σε όλη την επικράτεια της χώρας απέναντι στη μετατροπή αμέτρητων οικοτόπων σε βιομηχανικές ζώνες παραγωγής ενέργειας, συνθέτουν σήμερα μια πανσπερμία αντιστάσεων που φύονται στο έδαφος όπου συντελείται η καταστροφή διαμορφώνοντας τις προϋποθέσεις μιας ευρύτερης συνάντησης και σύνδεσης του αυτοοργανωμένου κινήματος με αγωνιζόμενες τοπικές κοινότητες και μιας συνολικότερης κεντρικής σύγκρουσης με τις πολιτικές και τα συμφέροντα του κράτους και του κεφαλαίου, για την υπεράσπιση της φύσης και του πλούτου της ζωής που αναπτύσσεται σε ισορροπία μαζί της.

 

Οι εργατικοί αγώνες διαφόρων κλάδων όπως αυτοί που αναπτύχθηκαν στην COSCO, στην Μαλαματίνα, στην Καβάλα OIL, στην E-FOOD, όλη αυτή την περίοδο της οπισθοχώρησης του εργατικού κινήματος, έχουν εξαιρετική σημασία. Μέσα από την πραγματοποίηση πολυήμερων απεργιών, την οργάνωση απεργιακών φρουρών, την δημιοργία ταμείων αλληλεγγύης και την συνάντησή τους με άλλα αγωνιστικά κοινωνικά κομμάτια, κατάφεραν σε περιπτώσεις να κερδίσουν μέρος των αιτημάτων τους και να καταδείξουν έτσι, έμπρακτα, ότι η διεκδίκηση καλύτερων όρων διαβίωσης εξαρτάται μόνο από τη συμμετοχή μας στον αγώνα και στηρίζεται απολειστικά στις πραγματικές δυνάμεις που μπορεί ο αγώνας αυτός να αντιτάξει απέναντι στην ισχύ των αφεντικών και του κράτους. Επιπλέον οι εργαζόμενοι της ΒΙΟΜΕ μέσα από το μακρόχρονο αγώνα που δίνουν για την διεκδίκηση της χρήσης του εργοστασίου και την αυτοοργάνωση της παραγωγής συνεχίζουν να συγκροτούν ένα εμβλυματικό εργατικό εγχείρημα στην κατεύθυνση της συνολικής ταξικής χειραφέτησης. Ενώ τέλος έχει ιδιαίτερη σημασία να επισημάνουμε την προσπάθεια συντονισμού και αγωνιστικής πρωτοβουλίας των πρωτοβάθμιων σωματείων βάσης που αναπτύχθηκε την περίοδο πριν την πανδημία και κλιμακώθηκε με την οργανωμένη “από τα κάτω” 24ωρη διακλαδική απεργία και διαδήλωση της 1ης Νοέμβρη του 2018, χτίζοντας πάνω στην ουσιαστικότερη προοπτική ταξικής οργάνωσης και εργατικής διεκδίκησης. Αυτή του αδιαμεσολλάβητου, από τους γραφειοκρατικούς συνδικαλιστικούς μηχανισμούς, αγώνα.

 

Οι φοιτητικοί αγώνες, όντας σε κατάσταση παρατεταμένης κρίσης και ανασυγκρότησης από την περίοδο των μεγάλων κινητοποιήσεων του 2006 – ΄07, κατάφεραν ωστόσο, με μαζικούς και μαχητικούς όρους να μπλοκάρουν μια κεντρική πτυχή της αναδιάρθρωσης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και έναν βασικό στόχο της συνολικότερης αντιεξεγερτικής πολιτικής. Την επιβολή αστυνομικού ελέγχου στις σχολές και την εγκατάσταση αστυνομικού σώματος μέσα σε αυτές. Το κράτος αναγκάστηκε σε οπισθοχώρηση και αναπροσαρμογή των κινήσεών του ενόψει της επικείμενης αναθεώρησης του άρθρου 16 και το ξεθεμελίωμα όλων όσων διασφαλίζουν μέχρι τώρα τον δημόσιο χαρακτήρα της τριτοβάθμιας πανεπιστημιακής Παιδείας. Σήμερα, μπροστά στην επιχείρηση του κράτους να επιβάλει την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων παρακάμπτωντας το άρθρο 16 και να υψώσει νέους ταξικούς φραγμούς στην παιδεία, βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη η ανάπτυξη ενός δυναμικού φοιτητικού – σπουδαστικού κινήματος που φέρει στο εσωτερικό του

 

βαθύτερα χαρακτηριστικά αυτοοργάνωσης και πολιτικοποίησης στη βάση, μέσα από την συγκρότηση και τις προτάσεις οργάνωσης και αγώνα των ελευθεριακών σχημάτων στις σχολές. Ταυτόχρονα, οι αγώνες των εκπαιδευτικών διατηρούν ανοιχτό το μέτωπο ενάντια στην «αξιολόγηση», ένα ακόμα από τα πολλά μέτωπα που ανοίγει σταδιακά το κράτος στη συνολικότερη διαδικασία αναδιάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήματος.

 

Ο αγώνας των εργαζομένων και σπουδαστών/τριών στις τέχνες, που ξέσπασε μετά την υπογραφή του Προεδρικού Διατάγματος που υποβιβάζει το επίπεδο των καλλιτεχνικών σπουδών, απλώθηκε με ένταση και πολυμορφία, αναπτύσσοντας παράλληλα τον απεργιακό αγώνα στους χώρους δουλειάς, μια πλειάδα καταλήψεων σε καλλιτεχνικές και εκπαιδευτικές δομές και σειρά κινητοποιήσεων στους δρόμους. Πλαισιώθηκε από αλληλέγγυους/ες φοιτητές/τριες και εργαζόμενους/ες, ενώ, αν και δεν κατάφερε να κερδίσει το βασικό του αίτημα, ανέδειξε σε κεντρικό επίπεδο τον πλούτο των μορφών πάλης και τα κρίσιμα σημεία της ανάπτυξής της. Ανέδειξε τη σημασία του όπλου της απεργίας διαρκείας, τη δυνατότητα οριζόντιας συνάντηση επιμέρους αγωνιστικών κομματιών, τον ενθουσιασμό, τη ζωντάνια και τις δυνατότητες που γεννάει η αυτοοργάνωση και ο αγώνας «από τα κάτω» κόντρα στη μιζέρια της παραίτησης των γραφειοκρατών συνδικαλιστών και της συνεργασίας με την εργοδοσία.

 

Από το βράδυ της 28ης Φλεβάρη 2023, θα βρεθούμε όλες και όλοι σε ένα νέο σταυροδρόμι, εκεί που συναντιούνται ο πόνος, η συνειδητοποίηση και ο αγώνας. Ο πόνος, για μια ακόμα σφαγή των δικών μας ανθρώπων που δεν αρκείται πια να παραμένει βουβός. Η συνειδητοποίηση του σαπίσματος του κόσμου της εξουσίας και της αδυναμίας διεξόδου από την συστημική κρίση μέσα από το ίδιο το σύστημα. Και ο αγώνας που ζωντανεύει ξανά στους δρόμους. Ένας αγώνας που αναπτύχθηκε άμεσα απέναντι στο κρατικό – καπιταλιστικό έγκλημα στα Τέμπη παίρνοντας από την πρώτη στιγμή δυναμικά χαρακτηριστικά. Ένας αγώνας που προκάλεσε τριγμούς στο πολιτικό σύστημα και διέκοψε τον μακρόσυρτο λήθαργο των γραφειοκρατών συνδικαλιστών· που συνέβαλε στη μαχητική έκφραση της κοινωνικής διαμαρτυρίας προσβλέποντας, επιπλέον, στη δυνατότητα αυθόρμητου ξεσπάσματος μιας υποβόσκουσας εξεγερσιακής κοινωνικής δυναμικής, η οποία ωστόσο δεν εκδηλώθηκε. Πάνω σε αυτό το νέο σταυροδρόμι –και περισσότερα από δέκα χρόνια μετά την εξέγερση του ‘08 και τα μεγάλα συγκρουσιακά γεγονότα του 2010- 12– τέθηκαν ξανά   οι όροι ανάπτυξης και εξέλιξης του αγώνα στο ανοιχτό κοινωνικό πεδίο. Είναι μια στιγμή όπου αναδεικνύεται ευρύτερα κοινωνικά η σημασία περάσματος από τη διαπίστωση και καταγγελία των συνεπειών της συστημικής κρίσης πάνω στις ζωές μας, στην αμφισβήτηση του ίδιου του πολιτικοοικονομικού συστήματος οργάνωσης της κοινωνίας που τις προκαλεί. Και αντίστοιχα, η σημασία περάσματος από μια γενική προσδοκία αλλαγής των συσχετισμών ισχύος μέσω της έκρηξης της κοινωνικής οργής, στη διαρκή μετωπική και οργανωμένη αντιπαράθεση με αυτό το σύστημα, τόσο συνολικά όσο και συγκεκριμένα στα σημεία που εκδηλώνεται η κρατική και καπιταλιστική επιθετικότητα όπως και εκεί όπου ξεδιπλώνονται οι πολιτικές της ενσωμάτωσης.

 

Τέλος, θα αναφέρουμε τις πολύ σημαντικές κινήσεις που έχουν αναπτυχθεί όλη τη τελευταία περίοδο σε αλληλεγγύη με το μεταναστευτικό – προσφυγικό και ρομά πληθυσμό μέσα από τις οποίες επιχειρείται η άμεση αγωνιστική σύνδεση του αυτοοργανωμένου κινήματος και των προταγμάτων του με τους/τις απόκληρους/ες αυτού του κόσμου και τους αγώνες τους. Κινήσεις που επιχειρούν να σπάσουν στην πράξη τους -επιβεβλημένους από το κράτος και διάχυτους κοινωνικά- πλαστούς διαχωρισμούς της τάξης των καταπιεσμένων. Να ανοίξουν δρόμους για να ακουστεί η φωνή αυτών που “δεν έχουν φωνή”. Να μεταφέρουν στο κεντρικό πεδίο την εναντίωση στο διαρκές έγκλημα που διαπράττεται καθημερινά στην “σκοτεινή πλευρά” όλης της Ευρώπης – Φρούριο, όπως επιχειρήθηκε με τις αυτοοργανωμένες κινητοποιήσεις μετά το πολύνεκρο ναυάγιο που προκάλεσε το ελληνικό λιμενικό στη Πύλο, ή μετά τις αλλεπάλληλες αστυνομικές δολοφονίες ρομά.

 

Επίσης, την μεγάλης σημασίας κεντρική κινητοποιήση και τις δράσεις αντιπληροφόρησης του ελευθεριακού

– αναρχικού κινήματος ενάντια στην αναβάθμιση του αντικοινωνικού και κατασταλτικού νομικού οπλοστασίου του κράτους που πραγματοποιήθηκε με την ψήφιση του νέου ποινικού κώδικα, επισημαίνοντας επιπλέον την απουσία αγωνιστικής πρωτοβουλίας και κίνησης σχεδόν όλης της Αριστεράς.

 

Και ακόμη, την αγωνιστική δυναμική που ανέπτυξαν οι ανακαταλήψεις εκκενωμένων από την αστυνομία

 

δομών του κινήματος. Κινήσεις που κρατούν ανοιχτό το δρόμο της αντεπίθεσης στην κατασταλτική επιχείρηση που εξήγγειλε σε κεντρικό επίπεδο το κράτος και αποπειράται σταθερά από το 2019 και οι οποίες συνέβαλαν αποφασιστικά στην διατήρηση και ανατροφοδότηση αυτών των πολύ σημαντικών αγωνιστικών και οργανωτικών πεδίων του αναρχικού – ελευθεριακού κινήματος κατά το πέρασμα στη νέα κοινωνικοπολιτική περίοδο.

 

Σημειώσεις για το αναρχικό και ελευθεριακό κίνημα σήμερα

 

Μέσα στην μεταβαλλόμενη κοινωνική συνθήκη σήμερα, το κρισιμότερο επίδικο για όλες και όλους τους από κάτω συνεχίζει να είναι η συγκρότηση σταθερού και διακριτού αντίπαλου δέους στο κρατικό – καπιταλιστικό σύστημα της βαρβαρότητας και στις ξεφτισμένες πολιτικές του δυνάμεις. Ένα αντίπαλο δέος που θα μπορέσει να διαρρήξει τον κύκλο της καταστολής και της ενσωμάτωσης της αντίστασης.

 

Σε αυτή τη βάση, οι γενικές διαπιστώσεις για την αναγκαιότητα οργάνωσης στο πολιτικό, εργασιακό, κοινωνικό πεδίο και την αναβάθμιση των αντίστοιχων δομών, το βάθεμα της ταξικής συνείδησης, την ανάπτυξη αδιαμεσολάβητων μετώπων αντίστασης και τη σύνδεση των επιμέρους αγώνων, σκιαγραφούν σήμερα τον γενικό προσανατολισμό του ελευθεριακού κινήματος. Η συγκεκριμενοποίησή του γίνεται στον αγώνα μέσα από πρακτικές πρωτοβουλίες που αναλαμβάνουν επιμέρους συλλογικότητες, με τρόπο λιγότερο ή περισσότερο αποσπασματικό, λιγότερο ή περισσότερο κατανοητό, διαμορφώνοντας τα χαρακτηριστικά των βημάτων του στη νέα συνθήκη.

 

Επιπλέον, στην περίοδο που ακολούθησε την εκρηκτική τετραετία 2008-2012 και μπροστά στην ολομέτωπη επίθεση του καθεστώτος, επιχειρήθηκαν σημαντικές οργανωτικές προσπάθειες όπως και ιδεολογικοπολιτικές μετατοπίσεις και συνθέσεις ως αποτέλεσμα της εσωτερικής κρίσης του αναρχικού κινήματος. Μια κρίση που προκλήθηκε από τη συνειδητοποίηση των ορίων του λόγου, της παρέμβασης και της οργανωτικής του πρότασης σε σχέση τόσο με την επίθεση του καθεστώτος όσο και σε σχέση με τη διεύρυνση της κοινωνικής αγωνιστικής δυναμικής και των ριζοσπαστικών δυνατοτήτων που γεννούσε. Κι όλα αυτά μέσα σε μια συγκυρία κατά την οποία το κράτος κατακτούσε σταδιακά έδαφος μέσω της αντιεξεγερτικής κατασταλτικής εκστρατείας και της παράλληλης άσκησης εναλλακτικής πολιτικής ενσωμάτωσης της κοινωνικής δυναμικής.

 

Όλες αυτές οι προσπάθειες, οι μεταβολές στα χαρακτηριστικά του αγώνα καθώς και η δυνατότητα επικοινωνίας τους, αποτελούν στην ουσία, την εσωτερική διεργασία του ελευθεριακού κινήματος σε μια διαδρομή εξέλιξης κατά την οποία, ωστόσο, έχουν παραχθεί ήδη βαθιές τομές στον τρόπο αναπαραγωγής και ανάπτυξής του. Τομές που σχηματοποιούνται ως αποτέλεσμα των διαφορετικών απαντήσεων που δίνονται στα κρίσιμα ερωτήματα του αγώνα και των ιδιαίτερων τακτικών που αναπτύσσονται από αυτές τις απαντήσεις, ιδιαίτερα μέσα σε ένα πεδίο εσωτερικής διαπάλης που χαρακτηρίζεται από περιορισμένη προθυμία και δυνατότητα αποσαφήνισης αυτών των τακτικών. Όπως σε κάθε κρίση έτσι και σε αυτήν, συνυπάρχουν τόσο η δυνατότητα εξέλιξης όσο και διάλυσης της προηγούμενης κατάστασης. Στην ισορροπία που διαμορφώνεται, οι επιλογές και οι τρόποι κάθε συντρόφισσας και συντρόφου ορίζονται από την εκάστοτε προοπτική του κινήματος που φαντάζεται και επιθυμεί, και κατά συνέπεια προωθεί λιγότερο ή περισσότερο συνειδητά.

 

Σε αυτή τη συνθήκη παραμένουν ζητούμενα για όλες και όλους μας η διευκρίνηση του εύρους του ελευθεριακού κινήματος –των αγωνιστικών χαρακτηριστικών και εγχειρημάτων του– εντός του οποίου αντιλαμβανόμαστε ότι ανήκουμε πραγματικά ή δυνητικά ως σύνολο. Ζητούμενο παραμένει ακόμα η αποσαφήνιση των πολιτικών γραμμών, των στοχεύσεων και της άμεσης προοπτικής της κίνησης μας σε σχέση με τον γενικό προσανατολισμό και την οργάνωση των εσωτερικών διεργασιών του συνόλου στο οποίο αναφερόμαστε. Η αποκρυστάλλωση των όρων ύπαρξης των συνεργασιών αυτού του συνόλου και κατ’ επέκταση η αποσαφήνιση της βούλησης, της δυνατότητας και του τρόπου συγκρότησής τους.

 

ειδικότερα για τη συγκρότηση ενός σταθερού «αντίπαλου δέους» και τη σχέση του αναρχικού κινήματος με την Αριστερά

Ένα αντίπαλο δέος, που θα μπορέσει σε βάθος χρόνου να αντιπαλέψει τις παράλληλες πολιτικές ενσωμάτωσης και καταστολής, μπορεί να συγκροτηθεί κινηματικά μόνο πάνω σε πολιτικές θέσεις που δεν εξαρτούν την άρθρωση του αγώνα, την κοινωνική απεύθυνση και στοχοθεσία του από τους αλλεπάλληλους κρίκους των θεσμικών διαμεσολαβήσεων. Τους κρίκους που συνδέουν τις κρατικές πολιτικές και τους μηχανισμούς ενσωμάτωσης με τις κινηματικές απολήξεις τους, επιδιώκοντας ο αγώνας να βασίζεται αποκλειστικά πάνω τους, να αδρανοποιείται στην απουσία τους ή να περιορίζεται στην διεκδίκηση επαναφοράς τους. Αντίθετα, οι αγώνες μας οφείλουν να χτίζουν σε βάθος χρόνου αγωνιστική κοινωνική συνείδηση, θεμελιώνοντάς την ανταγωνιστικά στους φορείς διαμεσολάβησης και ανάθεσης, πάνω στην μοναδική ρεαλιστική βάση αλλαγής των συσχετισμών ισχύος με το κράτος και το κεφάλαιο σήμερα. Δηλαδή την αλλαγή τους, ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης αγωνιστικής δυναμικής και δομών αυτοοργάνωσης στα μέτωπα του κοινωνικοταξικού ανταγωνισμού. Της άμεσης διεκδίκησης, έτσι, καλύτερων όρων διαβίωσης και αυτοκαθορισμού της τάξης μας και της κοινωνίας, ως κομμάτι του συνολικότερου ανατρεπτικού αγώνα, μέσα από τη σύγκρουση με όλες τις πτυχές του καθεστώτος, χωρίς θεσμικές αυταπάτες και συστημικές προσδοκίες.

 

Και ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο αντιλαμβανόμαστε την ιδιαίτερη σημασία του αναρχικού και ευρύτερα ελευθεριακού κινήματος στη συγκρότηση του οργανωτικού κορμού ενός αδιαμεσολάβητου κοινωνικού και ταξικού κινήματος αντίστασης. Γιατί εμφορείται από αυτές τις θέσεις στον πυρήνα της αντίληψής του για τον κόσμο και τον αγώνα. Γι’ αυτόν τον λόγο θεωρούμε πολύ σημαντικές σήμερα τις προσπάθειες σταθερής διακριτής πολιτικής θέσης και παρουσίας του σε κεντρικό επίπεδο όπως και στα επιμέρους πεδία άρθρωσης των αντιστάσεων. Γι’ αυτό το λόγο, επίσης, θεωρούμε πολύ σημαντικές τις προσπάθειες συγκρότησης κοινοτήτων αγώνα και ζωής μέσα στο κέλυφος του εξουσιαστικού κόσμου ως ζωντανές διεργασίες κοινωνικής αυτοθέσμισης και προβολής στο παρόν στοιχείων του μελλοντικού κόσμου που θέλουμε.

 

Γι’ αυτόν τον λόγο, τέλος, είμαστε βαθιά κριτικοί/ες με τις κεντρικές πολιτικές κατευθύνσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, τις οργανωτικές της προτάσεις και τον ρόλο που θέλει να αντιπροσωπεύει στο κίνημα αντίστασης. Όχι μόνο γιατί ανήκουμε σε διαφοροποιημένα πολιτικοφιλοσοφικά ρεύματα σκέψης, από όπου απορρέουν διαφορετικοί τρόποι οργάνωσης και αγώνα, -με βασικά σημεία διάκρισης την αντίθεση οριζόντιας και κάθετης αγωνιστικής και κοινωνικής συγκρότησης καθώς και την αξιακή ή μη υπόσταση της σχέσης μέσων και σκοπών. Αλλά επίσης, πολύ πιο συγκεκριμένα, στη βάση των αγωνιστικών εκφράσεων που διαμορφώνει στο πραγματικό πεδίο των αντιστάσεων. Έτσι, είμαστε βαθιά κριτικοί/ες στον βαθμό που αυτές οι εκφράσεις βρίσκονται μόνιμα εγκλωβισμένες στα όρια της αστικής νομιμότητας και των θεσμικών διαμεσολαβήσεων που στενεύουν ασφυκτικά ως συνέπεια της συνολικής μετατόπισης του επίσημου πολιτικού φάσματος και της αναδιάρθρωσης της εξουσίας. Στον βαθμό, επίσης, που βρίσκονται ιστορικά, πολιτικά, πολιτισμικά και ιδεολογικά, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο –είτε αντιπολιτευόμενες είτε συνεργαζόμενες– σε σχέση εξάρτησης και αλληλεπίδρασης με τις δυο κεντρικές κοινοβουλευτικές κατευθύνσεις της Αριστεράς.

 

Αμφότερες ιεραρχικές και καθεστωτικές, συστατικά στοιχεία του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος, της ολοκληρωτικής αναδιάταξης και της δεξιάς μετατόπισής του. Τη σοσιαλδημοκρατική, που εκφράζεται σήμερα από τον ΣΥΡΙΖΑ και τις διασπάσεις του, έχοντας διαχρονικά ως κεντρική στόχευση και λειτουργία την εξημέρωση της αγωνιστικής κοινωνικής δυναμικής και την ενσωμάτωσή της στους θεσμούς μετατρέποντάς την σε εκλογικό μέγεθος, και η οποία επέφερε καταστροφικά αποτελέσματα στην ανάπτυξη των αντιστάσεων το προηγούμενο διάστημα. Όσο και την γραφειοκρατική κομμουνιστική εκδοχή του ρεφορμισμού, που εκφράζεται από το ΚΚΕ και επιχειρεί διαχρονικά την απονέκρωση της κινηματικής διαπάλης και τον υπερκαθορισμό της από τον κομματικό μηχανισμό. Την ενσωμάτωση της αγωνιστικής κοινωνικής δυναμικής σε αυτόν και την υπαγωγή των ζητημάτων του αγώνα σε μια «ειδική», περί της κοινωνικής απελευθέρωσης και του σοσιαλισμού, «κεντρική επιτροπή», αποκλειστικό φορέα μιας

«επιστημονικότητας» πολλαπλά διαψευσμένης. Με σημαντική συμβολή στη στήριξη του καθεστώτος σε

 

κρίσιμες ιστορικές στιγμές και απτά αποτελέσματα στην ανάσχεση πλήθους αγώνων. Την διαρκή οριοθέτηση των χαρακτηριστικών τους, την ανοιχτή υπονόμευση της αυτόνομης και εκτός κομματικού ελέγχου ανάπτυξής τους. Σε ιστορική συνέχεια ενός εξουσιαστικού μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης που επέφερε βαθύ πλήγμα στο ίδιο το όραμα ενός δίκαιου και ελεύθερου κόσμου. Με τελευταία διαπιστευτήρια ηγεμονικής φυσιογνωμίας, σεχταριστικής συγκρότησης και καθεστωτισμού, την ελεεινή συνωμοσιολογική πρακτορολογία ενάντια στις κοινωνικές συγκρούσεις διαμαρτυρίας για το κρατικό – καπιταλιστικό έγκλημα στα Τέμπη.

 

Έτσι, πιστεύουμε ότι στη συνάντηση του ελευθεριακού κινήματος με αυτό της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς στα σημεία που τέμνονται οι κινήσεις τους, έχει ιδιαίτερη σημασία η αναγνώριση των ουσιαστικών διαφοροποιήσεων των προτάσεων αγώνα και της προοπτικής τους. Με δεδομένες αυτές τις διαφοροποιήσεις, για εμάς, προτεραιότητα του ελευθεριακού κινήματος είναι η συγκρότησή του ως διακριτού και οργανωμένου πόλου ώστε, ούτε να ακολουθεί –με μικρότερες ή μεγαλύτερες αποκλίσεις– τις επιμέρους εκφράσεις της Αριστεράς που απορρέουν από τις κεντρικές κατευθύνσεις της, αλλά ούτε και να αυτοαπομονώνεται ή να αυτοπεριορίζεται σε παρεμβάσεις μερικού χαρακτήρα. Αντίθετα, μέσα στη κινηματική διαπάλη σε κεντρικό επίπεδο, στις ευρύτερες κοινωνικές διεργασίες και στις επιμέρους αγωνιστικές δομές, να θέτει τους δικούς του όρους και να μπορεί να αντιπαραβάλει το δικό του σχέδιο όπως και τις δικές του προτάσεις για το σύνολο του αγώνα και της οργάνωσής του, αποκρούοντας τον κομματικό ηγεμονισμό και αναλαμβάνοντας στο κίνημα αντίστασης, όχι απλά έναν ρόλο συμπληρωματικό, αντιπολιτευτικό ή στενά μαχητικό αλλά συνολικά καθοριστικό των περιεχομένων και των χαρακτηριστικών του.

 

 

 

 

ειδικότερα για την κρίση του αναρχικού κινήματος και τον «κατακερματισμό» στο εσωτερικό του

Η κρίση του αναρχικού κινήματος, που αναφέρθηκε στοιχειακά παραπάνω, προκάλεσε αναγκαστικά μια βαθύτερη διαδικασία αναστοχασμού του τρόπου ανάπτυξης του αγώνα. Μέσα σε αυτή τη διαδικασία κατατέθηκαν, έτσι, έμπρακτα, προτάσεις εξέλιξής του. Όπως η οργανωτική αναβάθμιση του μέσω της ομοσπονδιοποίησης των ομάδων συγγένειας που αντλεί από την ιστορική συνέχεια της ελευθεριακής επαναστατικής σκέψης. Ακόμα, αναπτύχθηκαν διάφορες προτάσεις μικρότερης ή μεγαλύτερης μετατόπισης ή και αναθεώρησης του ιδεολογικοπολιτικού πλαισίου ανάλυσης και αναφοράς χωρίς ωστόσο να συνοδεύονται με διευκρίνηση, στο σύνολό τους, από την αντίστοιχη οργανωτική τους κατεύθυνση. Προχώρησαν προτάσεις που έθεταν σε ιεραρχική προτεραιότητα ή και αποκλειστικότητα συγκεκριμένες μορφές αγώνα σε σχέση με άλλες, ενώ, επίσης, κατατέθηκαν αντιλήψεις που δεν αναγνώριζαν την αναγκαιότητα βαθύτερης συγκρότησης των θέσεων και της οργάνωσης του αγώνα παρά μόνο καλύτερη διαχείριση των ήδη κατεκτημένων τρόπων. Καρποί αυτής της διαδικασίας αποτέλεσαν οι επιμέρους σχηματοποιήσεις που συγκροτήθηκαν συνειδητά ή ευκαιριακά με βάση τις επιχειρούμενες απαντήσεις -ή μη απαντήσεις- στα ερωτήματα που γέννησε η όξυνση της κοινωνικοταξικής σύγκρουσης.

 

Πρόκειται για μια μεταβατική περίοδο του ελευθεριακού κινήματος, την οποία αντιλαμβανόμαστε ως ένα εξαιρετικά κρίσιμο στάδιο της εξέλιξής του. Η συγκρότηση των αντιλήψεων αγώνα είναι μια ουσιαστική διαδικασία στην εσωτερική διαπάλη του κινήματος και σημαντικό στάδιο στη συνολικότερη συγκρότησή του σε σχέση με την προηγούμενη φάση του. Σε αυτό το στάδιο, βασικά σημεία τοποθέτησης και επεξεργασίας για το σύνολο του ελευθεριακού κινήματος συνεχίζουν να αποτελούν: Α) η άρθρωση λόγου και δράσης στην κατεύθυνση του προτάγματος της κοινωνικής επανάστασης και ο σταδιακός εμπλουτισμός του περιεχομένου του. Β) η στοχοθεσία του αγώνα σε σχέση με τη σημερινή συγκυρία και το επίπεδο της κοινωνικοταξικής σύγκρουσης. Γ) η οργανωτική εξέλιξή του τόσο στο επίπεδο της ειδικής αναρχικής οργάνωσης και στο εύρος του ελευθεριακού κινήματος όσο και στα συγκεκριμένα πεδία των κοινωνικών – ταξικών αντιστάσεων. Επιπλέον, ο τρόπος διασύνδεσης των αντίστοιχων οργανωτικών δομών.

 

Αναγνωρίζουμε ότι σε αυτή τη διαδικασία και στην εξέλιξή της εμπεριέχεται ταυτόχρονα τόσο η δυνατότητα ξεπεράσματος των προηγούμενων ορίων του όσο και ο κίνδυνος δημιουργίας καινούργιων. Όπως το γεγονός ότι σήμερα το αναρχικό και ευρύτερα ελευθεριακό κίνημα βρίσκεται ακόμα περισσότερο κατακερματισμένο σε σχέση με προηγούμενες περιόδους όπου διατηρούσε ισχυρότερους δεσμούς στο εσωτερικό του –δεσμοί, ωστόσο, που ήταν περισσότερο ψυχικοί χωρίς να εδράζονται σε συγκεκριμένες πολιτικές αντιλήψεις και διαδικασίες οργάνωσης και αγώνα. Μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι άμεσες συνέπειες αυτού του κατακερματισμού σήμερα είναι η ανυπαρξία κεντρικών διαδικασιών που να μπορούν να αποτελούν από κοινού διαμορφωμένα και αποδεκτά σημεία επαφής και επικοινωνίας του συνόλου του κινήματος. Ο περιορισμός της πολιτικής ζύμωσης, των διεργασιών ανατροφοδότησης του πολιτικού διαλόγου και της αλληλεπίδρασης στο εσωτερικό του όπως και της επαφής με νέες γενιές αγωνιστριών και αγωνιστών. Η αδυναμία, τέλος, πραγμάτωσης σταθερής και αυτοτελούς κεντρικής κίνησης και ο περιορισμός της δυνατότητας κοινωνικής απεύθυνσης και επιρροής του.

 

Μας απασχόλησε κατά πόσο οι διαφοροποιημένες απαντήσεις, δικαιολογούν τους αλλεπάλληλους διαχωρισμούς και αποκλεισμούς που παράγονται στο εσωτερικό του ελευθεριακού κινήματος, εντείνοντας και παγιώνοντας τον κατακερματισμό του. Κατά πόσο αυτοί οι διαχωρισμοί ορίζονται ως αποτέλεσμα αγεφύρωτων διαφωνιών που αγγίζουν το αξιακό πλαίσιο των επιμέρους σχηματοποιήσεων ή είναι συνέπεια της αδυναμίας συντροφικής και πολιτικής διαχείρισης των πολιτικών διαφοροποιήσεων. Κατά πόσο αποτελούν μόνιμες στρατηγικές επιλογές εξαιτίας διαφορετικών κατευθύνσεων που παύουν να τέμνονται ή πρόσκαιρες άρρητες τακτικές.

 

Επιπλέον, αντιλαμβανόμαστε ότι έχει παραχθεί ήδη μια συνείδηση «στρατοπέδευσης», οι λόγοι της οποίας γίνονται ολοένα και πιο θολοί στο πέρασμα του χρόνου για τις περισσότερες συντρόφισσες και συντρόφους, κάνοντάς τη να μοιάζει πλέον με συνήθεια, χωρίς εμφανή πολιτικό περιεχόμενο και συνολικότερο προσανατολισμό. Οι αντίστοιχες στάσεις, που απορρέουν από αυτήν και αναπαράγονται χωρίς ανοιχτή πολιτική επιχειρηματολογία, φαίνεται, έτσι, ότι εξυπηρετούν περισσότερο εσωτερικές συλλογικές ανάγκες και αδυναμίες. Όπως την ανασφάλεια έκθεσης των αντιλήψεων και τακτικών αγώνα σε ευρύτερο πεδίο από αυτό των προσωπικών πολιτικών σχέσεων. Στάσεις που προκαλούν περισσότερο καχυποψία έναντι μιας ουσιαστικής διαδικασίας πολιτικής διαπάλης, αυτοπεποίθησης και κινηματικής συγκρότησης. Μας απασχολεί, τέλος, κατά πόσο αυτοί οι διαχωρισμοί και αποκλεισμοί στον βαθμό που είναι αποτέλεσμα συνειδητών και σχεδιασμένων επιλογών αναπτύσσονται σε διαλεκτική σχέση με τις πραγματικές δυνατότητες κινηματικής ανάπτυξης και αυτοάμυνας απέναντι στα σκοπούμενα του κράτους και του κεφαλαίου και ειδικότερα απέναντι στην επιχειρούμενη συνολική κατασταλτική επίθεση στο αναρχικό κίνημα και στις κοινωνικές – ταξικές αντιστάσεις που βρίσκεται σε όξυνση σήμερα ή αποτελούν απλώς το προϊόν προσπαθειών διαμόρφωσης συσχετισμών ισχύος στο εσωτερικό του.

 

Δεν παραγνωρίζουμε ότι στην εξέλιξη του αγώνα και της ζωής τίθενται διλήμματα που έχουν πολλές φορές τεράστιες διαστάσεις. Αντίστοιχα οι επιλογές μας πάνω σε αυτά μπορούν να δημιουργήσουν βαθιά ρήγματα και αναπόφευκτους διαχωρισμούς. Παραδειγματικά αναφέρουμε το ζήτημα της πανδημίας πάνω στο οποίο αναπτύχθηκαν αναλύσεις και προτάσεις αγώνα που προσέγγισαν το θεμελιώδες ζήτημα της κοινωνικής αλληλεγγύης με εκ διαμέτρου διαφορετικό τρόπο ή ακόμα και πλήρως αποστασιοποιούμενες από αυτό. Πόσο μάλλον όταν ένα μέρος αυτών των προσεγγίσεων διέρρηξε τον πυρήνα του αξιακού πλαισίου της ελευθεριακής σκέψης και δράσης συνάπτοντας συμμαχίες με συνωμοσιολογικούς ακροδεξιούς κύκλους. Ωστόσο, πέρα από αυτή την τελευταία ειδική και αλλότρια περίπτωση, είναι γεγονός ότι το εύρος των κοινωνικών ζητημάτων και των αγωνιστικών συναντήσεων σε αυτά, θέτει εκ νέου την αναγκαιότητα πολιτικής ζύμωσης και συνεργασίας σε μια σειρά σημείων του αγώνα μεταξύ υποκειμένων που έχουν πάρει ακόμα και πολύ διαφορετικές θέσεις πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα.

 

Πιστεύουμε αντίστοιχα ότι σε ένα πλήθος ζητημάτων στα οποία έχουν εκφραστεί διαφοροποιημένες θέσεις αγώνα συνεχίζουν να υπάρχουν δυνατότητες πολιτικής ζύμωσης και συντροφικής διαπάλης με μεγάλα περιθώρια θεωρητικής σύγκλισης και αγωνιστικής συνεργασίας, σε σχέση με ό,τι επιχειρείται σήμερα. Η μονοδιάστατη και συχνά εμμονική εστίαση στα σημεία της διαφοροποίησης, η σκόπιμη γιγάντωση και συνολικοποίησή τους όπως και μια τάση αναγωγής των διαφωνιών σε αξιακή και ηθική διάσταση έναντι της

 

πολιτικής προσέγγισης είναι τις περισσότερες φορές αυθαίρετη και λειτουργεί υπονομευτικά των πραγματικών δυνατοτήτων. Νομίζουμε ότι αιτία αυτών των χαρακτηριστικών είναι η χρήση της αντιπαραθετικότητας ως βασική διαδικασία συλλογικής συγκρότησης. Διαμορφώνεται έτσι, μια συνολική κατάσταση άγονου «εσωτερικού ανταγωνισμού» στην οποία, εκούσια ή ακούσια, είμαστε όλοι και όλες μέρος της. Μια κατάσταση που θα διαιωνίζεται και θα βαθαίνει, όσο αυτός ο τρόπος συγκρότησης δεν αμφισβητείται από έναν άλλον βαθύτερα συνεργατικό.

Επιπλέον, βασικά χαρακτηριστικά που συντείνουν σε αυτή την κατάσταση εντείνουν την ακατανοησία και τις αποστασιοποιήσεις και σε μεγάλο βαθμό ενυπάρχουν σε ένα σύνολο διασυλλογικών σχηματοποιήσεων που συγκροτούνται με εφήμερο ή σταθερότερο χαρακτήρα είναι: η μη έκθεση των κριτηρίων συγκρότησης τους όπως και της πολιτικής ταυτότητας των επιμέρους συλλογικοτήτων που συμμετέχουν σε αυτές, η μη παρουσίαση της οργανωτικής τους πρότασης, των στόχων και της προοπτικής των αγωνιστικών πρωτοβουλιών που αναλαμβάνουν. Καθίσταται έτσι, αδύνατος ένας ουσιαστικός πολιτικός διάλογος με το υπόλοιπο σύνολο των αγωνιστικών υποκειμένων και η συνεργασία τους σε βάθος χρόνου.

 

Μπορούμε να παρατηρήσουμε, επίσης, ότι ο κατακερματισμός, ως κατάσταση του ελευθεριακού κινήματος, ούτε νέος είναι ούτε αποκλειστικό αποτέλεσμα της παγίωσης διαφορετικών αντιλήψεων μέσα στον αγώνα. Δεν είναι επίσης στενά το αποτέλεσμα της έκρηξης ατομικίστικων και εγωκεντρικών ιδιοσυγκρασιακών χαρακτηριστικών ή του υπερκαθορισμού των πολιτικών σχέσεων από τις κοινωνικές. Στοιχεία που έχουν τις ρίζες τους στον κυρίαρχο τρόπο οργάνωσης του κόσμου που μας περιβάλλει και τα οποία συχνά επιχειρείται να συνοψιστούν με τον όρο «παθογένειες», κατέχοντας κεντρική θέση σε διάφορες κριτικές προσεγγίσεις. Ούτε τέλος αποτελεί αποκλειστικά αποτέλεσμα της ανάδυσης «νέων ταυτοτήτων», μοριακών αναλύσεων και μερικών διεκδικητικών αγώνων. Όλα αυτά ισχύουν σε έναν βαθμό και μπορεί να αποκτούν ιδιαίτερη ή ακόμα και καθοριστική σημασία σε στιγμές, αποτελούν όμως περισσότερο χαρακτηρολογικές και πολιτικές εκδηλώσεις της αμηχανίας που παράγεται από την απουσία συνολικού προσανατολισμού και σχεδιασμού, παρά κύριες αιτίες του ζητήματος.

 

Γιατί η ουσιαστική αιτία του κατακερματισμού είναι η δυσκολία να αποσαφηνίσουμε την πρόταση μας για το κίνημα και την οργάνωσή του, να φανταστούμε και να περιγράψουμε συνεκτικότερους τρόπους και σχέδια συνάντησης και αγώνα των δρώντων υποκειμένων. Να χτίσουμε αντίστοιχες πολιτικές σχέσεις, διαδικασίες και δεσμεύσεις για την ανάπτυξή τους και να καλλιεργήσουμε μια κουλτούρα συνεργασίας. Αναφερόμαστε σε ευρύτερες όσο και αμεσότερες πολιτικές διεργασίες από αυτές που υφίστανται σήμερα, οι οποίες δεν προϋποθέτουν την εξαφάνιση των υπαρκτών συγκροτήσεων και διαφοροποιήσεων. Αντίθετα, αναγνωρίζοντας την διακριτότητα τους, προσβλέπουν στην βάση κατατεθειμένων θέσεων κι ενός πλαισίου συντροφικής πολιτικής διαπάλης στην εξωστρεφή κινηματική αξιοποίηση των σημείων τομής και συμφωνίας τους· αναδεικνύοντας παράλληλα, μέσα στην άμεση αλληλεπίδρασή τους, τη σημασία των χαρακτηριστικών των επιμέρους οργανωτικών συγκροτήσεων όπως και τη σημασία των συνολικότερων απαντήσεών τους στα ζητήματα του αγώνα.

 

Η δυσκολία δημιουργικής συνάντησης σε αυτή την κατεύθυνση νομίζουμε ότι απαιτεί μια ψύχραιμη όσο και συνολικότερη ματιά αναστοχασμού και υπέρβασης των όρων ιστορικής συγκρότησης του αναρχικού κινήματος στον ελλαδικό χώρο· των καταβολών, των επιρροών και των κοινωνικών συμμαχιών του, όπως επίσης και της νοηματοδότησης που επιχειρεί να προσδώσει, σε βάθος χρόνου, στα προτάγματα της εξέγερσης, της αυτοοργάνωσης και της συλλογικοποίησης. Θα σημειώσουμε εδώ πως αυτή η νοηματοδότηση αντιλαμβανόμαστε ότι φέρει στοιχεία ετεροκαθορισμού τόσο από την κυρίαρχη αστική κουλτούρα όσο και από αυτήν που διαμόρφωσε στα κινήματα η επικράτηση για μια ολόκληρη ιστορική περίοδο της ιδεολογίας του εξουσιαστικού σοσιαλισμού. Όπως, η προτεραιοποίηση των χαρακτηριστικών της δύναμης και της άμεσης αποτελεσματικότητας που αναπόφευκτα διαμορφώνονται μέσα στην αντιπαράθεση με τον κόσμο της εξουσίας τα οποία όμως λειτουργούν διαβρωτικά, αναπαραγόμενα εντός των απελευθερωτικών διεργασιών και επίσης αποπροσανατολιστικά, ως προς μια συλλογική κατεύθυνση μοιράσματος, κατανόησης, συνειδητοποίησης και χειραφέτησης.

Θα τονίσουμε, ωστόσο, πως την ίδια στιγμή αντιλαμβανόμαστε στη βάση των κινηματικών διεργασιών, την ένταξη και σταδιακή πολιτική συγκρότηση μιας νέας γενιάς αγωνιστριών και αγωνιστών που εκφράζουν πηγαία, βαθύτερα χαρακτηριστικά αντιεραρχικής συλλογικοποίησης, συμπεριλιπτικότητας, οριζοντιότητας και φροντιστικότητας. Χαρακτηριστικά που διαμορφώνονται τόσο ως απάντηση στους ολοένα και

 

αγριότερους όρους της ζωής όσο και ως συνείδηση των αγώνων ενάντια στην πατριαρχία που αναπτύσσονται σήμερα. Φέρουν, έτσι, την δυνατότητα μιας βαθύτερης κοινοτικής και ελευθεριακής κουλτούρας μέσα στους κόλπους του αναρχικού αγώνα και ευρύτερα του αυτοοργανωμένου κινήματος αντίστασης.

 

Έτσι, εντέλει, τις αιτίες βαθέματός του κατακερματισμού του αναρχικού κινήματος σήμερα, τις αναζητάμε στην αδυναμία ξεπεράσματος (ακόμα) της ίδιας της κρίσης του που εκδηλώθηκε, τόσο ως αντανάκλαση της συνολικής πολιτικής και κοινωνικής κρίσης του συστήματος εξουσίας που μετέβαλε ραγδαία το ευρύτερο περιβάλλον του, όσο και ως αποτέλεσμα της μετάβασής του σε μια ιστορική φάση     απότομης

«ενηλικίωσης» που προκλήθηκε μπροστά στη δυνατότητα περάσματος του από την «ουρά» της μαχητικής διαμαρτυρίας στην «κεφαλή» της κοινωνικοταξικής σύγκρουσης, ενόσω εξελίσσονταν και συνεχίζει μια κεντρικά διακηρυγμένη κατασταλτική και ιδεολογική επιχείρηση συντριβής του. Μια πολυπαραγοντική συνθήκη που διεύρυνε εξίσου απότομα τις απαιτήσεις συνολικότερου σχεδιασμού, συλλογικοποίησης και συνεργασίας, σε κλίμακα πολύ μεγαλύτερη από αυτήν που είχε κατακτηθεί στην ιστορική διαδρομή του, ενώ ταυτόχρονα πιέζει τα αντανακλαστικά αυτοσυντήρησης των ομάδων του προκαλώντας το κλείσιμο στον σκληρό τους πυρήνα. Μια συνθήκη που κλονίζει εδώ και δεκαπέντε χρόνια άλλοτε δημιουργικά και άλλοτε καταστροφικά τους εδραιωμένους σε βάθος χρόνου τρόπους εσωτερικής διεργασίας, αναπαραγωγής και στοχοθεσίας τους. Έτσι, αντιλαμβανόμαστε ότι το αναρχικό κίνημα βρίσκεται σήμερα σε μια μεταβατική φάση παρατεταμένης χρονικά στασιμότητας, σε σχέση με το ταχύτατα μεταβαλλόμενο περιβάλλον του, η οποία χαρακτηρίζεται σε μεγάλο βαθμό, αφενός από μια γενική παθητική κατάσταση

«αναμονής» και αφετέρου από μια προσπάθεια κατ΄ ιδίαν «άσκησης» και «ενδυνάμωσης» των διαφορετικών μερικών απαντήσεων -ή μη απαντήσεων- που θέτουν επιμέρους σχηματοποιήσεις του· χωρίς ακόμα να γίνεται ορατή η διάθεση και η δυνατότητα απολογισμού τους και κατ’ επέκταση η σκιαγράφηση μιας συνολικότερης προοπτικής που να τις εμπεριέχει, από όπου νομίζουμε ότι προκύπτει και το επόμενο κρίσιμο βήμα.

 

Επόμενα βήματα της αναρχικής συλλογικότητας α π ό π ε ι ρ α

 

Ως αναρχική συλλογικότητα επιχειρούμε να συγκροτηθούμε πολιτικά και οργανωτικά με βάση τα συμπεράσματα που εξάγουμε από την περιγραφή της συνολικής συγκυρίας που διαμορφώνεται σήμερα, τόσο από την επίθεση των «από πάνω», όσο και από τις δυνατότητες που γεννιούνται στο πεδίο των αντιστάσεων «από τα κάτω» και επιπλέον με βάση την προσπάθεια κατανόησης της ιστορικής εξέλιξης του αναρχικού κινήματος ειδικά στον ελλαδικό χώρο αλλά και ευρύτερα.

 

Έτσι, σε πολιτικό επίπεδο όλα τα ζητήματα που αναφέρουμε στο παρόν κείμενο αποτελούν σημεία σκέψης, εμβάθυνσης και ανοιχτά μέτωπα αγώνα, για τα οποία καλούμαστε να αναπτύξουμε και να συγκεκριμενοποιήσουμε επιπλέον τις θέσεις μας και να διαμορφώσουμε άμεσα και πρακτικά προτάσεις αντιπληροφόρησης και δράσης. Τόσο αυτοτελώς ως συλλογικότητα όσο και μαζί με άλλους αγωνιστές και αγωνίστριες, συλλογικότητες, οργανώσεις, συντρόφισσες και συντρόφους που μοιραζόμαστε κοινούς στόχους απέναντι στις πολιτικές του κράτους και του κεφαλαίου.

 

Σε οργανωτικό επίπεδο καλούμαστε να διαμορφώσουμε την επόμενη περίοδο τους όρους ανάπτυξης και εξέλιξης της συλλογικότητας σε τέσσερα παράλληλα επίπεδα:

 

Την στέγαση των βασικών λειτουργιών και υποδομών της, των διαδικασιών καθημερινής συνάντησης και ζύμωσης τόσο μεταξύ μας όσο και με άλλες συντρόφισσες και συντρόφους και την γείωση των αγωνιστικών προτάσεων σε τοπικό κοινωνικό πεδίο, μέσα από την δημιουργία ενός αυτοοργανωμένου πολιτικοκοινωνικού χώρου συνάντησης και οργάνωσης των πρωτοβουλιών μας.

 

Το άνοιγμα των διαδικασιών της συλλογικότητας σε συντρόφισσες και συντρόφους που συναντιόμαστε μέσα στους αγώνες και μοιραζόμαστε κοινές θέσεις, αγωνιστική διάθεση και προβληματισμούς με βάση τις κατατεθειμένες σκέψεις που σε πρώτο βαθμό επιχειρήσαμε να καταγράψουμε αυτοπαρουσιαστικά εδώ.

 

Το βάθεμα της κριτικής σε έναν προηγούμενο ξεπερασμένο αφορμαλιστικό τρόπο συλλογικοποίησης. Κριτική που επιχειρούμε να αναπτύξουμε έμπρακτα μέσα από την συλλογική διαμόρφωση ενός ξεκάθαρου και κατανοητού πλαισίου οργάνωσης της εσωτερικής διαδικασίας, ευρύτερης συνεργασίας και απεύθυνσης μας.

 

Τέλος, την ανάπτυξη πολιτικών συνεργασιών με συλλογικά σχήματα και συντρόφισσες/ους στη βάση ενός γόνιμου πολιτικού διαλόγου για τα ζητήματα και τις κατευθύνσεις του αναρχικού, ελευθεριακού κινήματος και του κοινωνικού – ταξικού αγώνα. Επιπλέον τη διερεύνηση προοπτικά των όρων σταθεροποίησης και οργανωτικής αναβάθμισης των πολιτικών συνεργασιών. Σε αυτήν την κατεύθυνση, επιχειρούμε να διευκρινίσουμε τα βασικά σημεία πολιτικών συμφωνιών και διαφωνιών στο εσωτερικό του ελευθεριακού κινήματος ώστε να δημιουργήσουμε ξεκάθαρες πολιτικές σχέσεις με τις ομάδες, τις συντρόφισσες και τους συντρόφους μας. Θέλουμε η σκέψη από όπου πηγάζει η κίνησή μας κάθε φορά να είναι κατανοητή και ρητά διατυπωμένη ώστε να μπορεί να συνεισφέρει συντροφικά και δημιουργικά σε αυτόν τον διάλογο τόσο όταν συναρθρώνεται όσο και όταν στέκεται κριτικά ακόμα και ρηξιακά με άλλες αντιλήψεις και δράσεις.

 

Πιστεύουμε ότι προϋπόθεση για κάτι τέτοιο είναι το σταδιακό ξεπέρασμα του αφορμαλιστικού σταδίου συγκρότησης που καθορίζεται από τις διαπροσωπικές σχέσεις. Τόσο στο επίπεδο των διαδικασιών της συλλογικότητας όσο και στο επίπεδο των διασυλλογικών συνεργασιών. Βασικά χαρακτηριστικά γι’ αυτό θεωρούμε ότι είναι αφενός η δέσμευση σταθερής παρουσίας στα μέτωπα του αγώνα και αφετέρου η σαφής αποτύπωση των κριτηρίων, του απολογισμού και της προοπτικής των κινήσεών μας. Απαραίτητο στοιχείο για μια σταθερή και γόνιμη επικοινωνία στο εσωτερικό του κινήματος και επίσης για τη διάδραση και απεύθυνση του ευρύτερα κοινωνικά.

 

Η παρούσα τοποθέτησή μας που περιορίζεται στη σκιαγράφηση ενός βασικού πλαισίου σκέψης και διαλόγου στο εσωτερικό της συλλογικότητας, εκκινεί από αυτήν την επιθυμία και επιλογή. Μια πιο διαυγής

 

αποτύπωση της ιστορικής διαδρομής του ελευθεριακού κινήματος, της αλληλεπίδρασής του με το πολιτικοκοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο εξελίχθηκε και συνεχίζει να εξελίσσεται, του επιπέδου της εσωτερικής διαπάλης των θέσεων και των τακτικών του, της φυσιογνωμίας και του τρόπου λειτουργίας των δομών του, του στρατηγικού προσανατολισμού και του προτάγματός του σε κάθε ιστορική φάση, απαιτεί το άνοιγμα ενός ευρύτερου κύκλου πολιτικού διαλόγου και τη συνεργασία περισσότερων συντρόφων και συντροφισσών. Ωστόσο πρόκειται για μια απαραίτητη διαδικασία στο βαθμό που, η γνώση της ιστορικής διαδρομής του αναρχικού κινήματος και της τωρινής του κατάστασης παράλληλα με τη σκιαγράφηση της εικόνας του κινήματος που θέλουμε προοπτικά, αποτελεί τον τροχιοδείκτη της πορείας μας. Διότι, μόνο μέσα από τις παράλληλες εικόνες του χθες, του σήμερα και του αύριο και σε συνάφεια με αυτές, μπορούμε να χτίσουμε συλλογικά μια αφήγηση του κινήματος ως οδηγό και μέτρο για να κρίνουμε τη συνέπεια της δράσης, της εξέλιξης και κατάθεσής μας σε αυτό.

 

Διότι έχουμε την πεποίθηση ότι, το πνεύμα της αντίστασης και της εξέγερσης όλων όσοι και όσες ανήκουμε στην τάξη των καταπιεσμένων γεννιέται μέσα από τη βαθύτερη κατανόηση του περιβάλλοντος στο οποίο βρισκόμαστε, των παραγόντων και των υλικών όρων που το διαμορφώνουν και βρίσκει γόνιμες συνθήκες για να ριζώσει και να αναπτυχθεί, στο έδαφος της ελευθεριακής επαναστατικής σκέψης. Στο έδαφος που καλλιεργεί η δέσμευση στον αγώνα, η συντροφικότητα, η αλληλεγγύη, η ειλικρίνεια και η συνεργασία.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

α π ό π ε ι ρ α

 

για την ελευθεριακή συμβολή

στις οργανωτικές, εξεγερτικές και απελευθερωτικές απόπειρες των “απο κάτω”


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *