Για μια απόλυση απο την “Σκρουντζ”


Τη Παρασκευή 1η του Μάρτη μου ανακοινώθηκε απόλυση από την “Σκρούντζ”, στην βασική αποθήκη της οποίας δούλευα, στη μία από τις τρεις νυχτερινές βάρδιες τους τελευταίους πέντε μήνες. Οι λόγοι που επικαλέστηκε η δίοικηση είναι πλημμελής τήρηση του ωραρίου και χαμηλή απόδοση ενώ η απόλυση ήρθε δύο μέρες μετά τη συμμετοχή μου στη πανελλαδική απεργία της 28/2, για το θεαθήναι βεβαια στη γραφειοκρατική επικοινωνία μεταξύ εταιρίας και εμού στο εταιρικό μέιλ, η έγκριση της συμμετοχής στην απεργία ως “αδικαιολόγητη απουσία” ακολουθήθηκε απο τη δεύτερη “γραπτή σύσταση συμμόρφωσης” για καθυστερήσεις η οποία και απο τη πλευρά μου τηρήθηκε άρα δε μπορεί να θεωρηθεί η παραβίαση της ο ουσιαστικός ή τυπικός λόγος της απόλυσης. Το ευρύτερο πλαίσιο της διαμάχης με την εταιρία υπήρξε πράγματι ο χρόνος εργασίας. Εργαζόμουν επι σειρα μηνών στην βάρδια 03-12.30 η οποία εμπεριέχει μια ώρα υποχρεωτικής υπερεργασίας, δλδ φτηνής και υποχρεωτικής υπερωρίας καθώς και μισή ώρα απλήρωτη παράταση του χρόνου εργασίας για να αναπληρώσει το διάλλειμα των εργαζομένων στους εργοδότες το οποίο ο νόμος Χαντζιδάκη δεν εντάσσει στον εργάσιμο χρόνο. Κυρίως αυτή η βάρδια, κόβει τη νύχτα και την μέρα στη μέση, όπως και η κατ επίφαση “πρωϊνή” (12.30-22.00) κάνει το αντίστοιχο με το πρωί και το απόγευμα. Στη δεύτερη περίπτωση το εργαζόμενο πρόσωπο κερδίζει τον βραδυνό του ύπνο αλλά χάνει όλη του την μέρα, χωρίς να έχει ελεύθερο κανένα κοινό time slot με του υπόλοιπους ανθρώπους. Στη πρώτη περίπτωση το εργαζόμενο πρόσωπο δεν εχει κανένα κοινό time slot με τους υπόλοιπους ανθρώπους αλλά επιπλέον κερδίζει μια διαταραχη ύπνου (στη περίπτωση μου και παρατεταμένη ξηροφθαλμία) αν επιχειρήσει να κάνει το οτιδήποτε άλλο περαν του να κοιμάται την εναπομείνουσα μέρα και νύχτα, όπως πχ το να ψωνίσει τα απαραίτητα, να διατηρήσει διαπροσωπικές σχέσεις ή οικογενειακή ζωή, να πάει τα κατοικίδια στο γιατρό, να δει μια ταινία κτλ. Ενδεικτικά, από τις τέσσερις προσλήψεις των τελευταίων 6-7 μηνών που αξιοποιήθηκαν στη συγκεκριμένη βάρδια οι τρεις παραιτήθηκαν κι εγώ απολύθηκα. Η εταιρία διατηρεί άλλες δύο νυχτερινές βάρδιες 22-6.30 και 00-08.30 στις οποίες εντάσσει εργαζόμενους χωρίς μέσο μετακίνησης (εγώ μετακινούμαι με ποδήλατο), παλαιότερους ή/και πιο “παραγωγικούς” εργαζόμενους ή εργαζόμενους με παιδιά εν είδη εξυπηρέτησης. Από την άλλη δε θέλω να υπονοήσω εδώ πως η εταιρία δεν διατηρεί ίση μεταχείρηση στη μισθολογική μιζέρια, ακόμα και εργοδοτικοί εργαζόμενοι ή σε κάθε περίπτωση εργαζόμενοι πιο “πρόθυμοι και παραγωγικοί” δέχονται προτάσεις για μετακίνηση σε πιο επιτελικό πόστο (όπου η εταιρία χρειαζεται εμπειρία στους τρόπους της) σε μια πιο ανθρώπινη βάρδια, όπως μια κατ εξαίρεση κανονική πρωϊνή βάρδια που η εταιρία κατασκευάζει ad hoc σε μια από τις νεες της αποθήκες σε Ασπρόπυργο και Παιανία με τίμημα φυσικά 100-150 ευρώ μισθολογική μείωση αφου ο εργαζόμενος εκπιπτει απο τα 850 περίπου ευρώ που διασφαλίζει απο νυχτερινα και “υπερεργασία” στον βασικό μισθό. Ένα τυφλό σημείο στις σχέσεις εργαζόμενων – εργοδοτών, όχι μόνο σε αυτή την εταιρία αλλά ευρύτερα, είναι ακριβώς αυτή η αναπλήρωση μισθού που παρέχεται μέσα από τη παράταση του εργάσιμου χρόνου (δλδ μείωση της ποιότητας ζωής του εργαζόμενου προσώπου). Η όποια εταιρία διαφημίζει το “ανταγωνιστικό πλεονέκτημα” που παρέχει μισθολογικά απέναντι σε όμορες εταιρίες του κλάδου για να διασφαλίσει χαμηλόμισθο εργατικό δυναμικό αφού “με τις υπερωρίες και τα νυχτερινά βγαίνει 850 και δίνουμε και μια κάρτα σίτισης 100 ευρώ και ιδιωτική ασφάλιση” οι δε εργαζόμενοι αποφεύγουν το ομολογουμένως κοπιαστικό έργο της ταξικής πάλης ώστε να διασφαλίσουν πως αυτά τα 940 – πχ – ευρώ θα προέρχονται από το 8ωρο τους και όχι από υπερωρίες και αφύσικες βάρδιες που κοστίζουν την υγεια τους και τον προσωπικό-κοινωνικό τους χρόνο και μια κάρτα που από 100 έγινε 80 κατά τη βούληση της εργοδοσίας και έχει περιορισμένη χρήση αφού αποτελεί παροχή και όχι μισθό. Ειδικότερα στον κλάδο των ταχυμεταφορών η πλήρης αδιαφορία για οποιαδήποτε έννοια ισορροπιας μεταξύ εργάσιμου και προσωπικού χρόνου και η μονομερής εξυπηρέτηση κάποιας “ανάγκης” της εταιρίας, δλδ κάποιου πλάνου των εργασιών που κατεστρωσε κάποιος φοβερός και τρομερός πανσοφος μάναντζερ που κοιμάται στο σπίτι του το βράδυ και που προφανώς θα μπορούσε να ειναι αρθρωμένο με χιλιους διαφορετικούς αλλους τρόπους αποτελεί κανόνα. Έτσι στη “Μποξ” οι αποθηκάριοι δουλεύουν το οχτάωρο τους σπαστά (πρωί και απόγευμα) στη Μεταμόρφωση και οι οδηγοί διανέμουν νύχτα, η “Σκρουντζ” αρνείται να καθιερώσει πρωϊνη, απογευματινή και νυχτερινή βάρδια στα time slots που θα επετρεπαν στους εργαζόμενους να μοιραζονται τη ζωη και τον υπνο της υπολοιπης ανθρωπότητας παρόλο που έχει επαρκή όγκο εργασιών, η νυχτερινή βάρδια όποιου τύπου γίνεται μόνιμο καθεστώς μισθολογικής αναπλήρωσης,η υπερωρία καλύπτει πάγιες ανάγκες της όποιας εταιρίας και ομοίως αναπληρώνει τον χαμηλό και χτυπημένο απο τον πληθωρισμό μισθό, “άδειες στις μεταφορικές δε δίνονται σε περίοδο γιορτών” γιατί η εταιρία δε μπορεί να προσλάβει έκτακτους εκείνες τις μέρες για να παρέχει άδειες που να μπορούν να χρησιμοποιήσουν πραγματικά οι εργαζόμενοι από κοινού με τις οικογένειες ή τα όποια κοινωνικά τους πλαίσια αλλά μπορεί να προσλαμβάνει έκτακτους κάθε Τρίτη που έχει αυξημένο όγκο εργασιών μέσω της Adecco και γενικώς θα πρέπει να θεωρούμε τους εαυτούς μας τυχερούς που τουλάχιστον τηρούνται τα – αντεργατικώς – νόμιμα, δλδ το γεγονός πχ πως η υποχρεωτική υπερωρία πληρωνεται Καμία εταιρία δεν υπολογίζει ως εργάσιμο χρόνο τον χρόνο μετακίνησης από και προς την εργασία, παρόλο που ο ελληνικός νόμος αναγνωρίζει εμμέσως την εμπλοκή της εργασίας στον χαρακτήρα του αναφορικά με το γεγονός πως ατυχήματα που συμβαίνουν εντός του θεωρούνται εργατικά ατυχήματα. Η βελγική νομοθεσία αντιθέτως υποχρεώνει σε πληρωμή αυτού του χρόνου. “Το μόνο “δωρεάν” (free) στον λεγόμενο ελεύθερο χρόνο είναι ότι δεν κοστίζει τίποτα στο αφεντικό. Ο ελεύθερος χρόνος αφιερώνεται κυρίως στην προετοιμασία για δουλειά, στη μετάβαση στη δουλειά, στην επιστροφή από τη δουλειά και στην ανάκαμψη από τη δουλειά. Ο ελεύθερος χρόνος είναι ευφημισμός για τον ιδιότυπο τρόπο με τον οποίο η εργασία, ως συντελεστής παραγωγής, όχι μόνο μεταφέρεται με δικά της έξοδα από και προς τον χώρο εργασίας, αλλά αναλαμβάνει την πρωταρχική ευθύνη για τη δική της συντήρηση και επισκευή. Ο άνθρακας και ο χάλυβας δεν το κάνουν αυτό. Οι τόρνοι και γραφομηχανές δεν το κανουν αυτό” (B.Black 1985). Kάπως έτσι οι ανώτεροί μου στη “Σκρουντζ” είχαν την αξίωση να απολογούμαι για τα 20 λεπτά που θα καθυστερούσα οταν έβρεχε (η τα 10 ενίοτε όταν δεν εβρεχε) και έπρεπε να οδηγω με το ποδήλατο στη μεση της νύχτας, αφού σύμφωνα με αυτούς είτε θα έπρεπε να εκθεσω τον εαυτό μου σε κίνδυνο τραυματισμού για να είμαι στην ώρα μου οδηγώντας με κανονική ταχύτητα “όπως ο συναδελφός σου με το μηχανάκι” (και την τετραπλάσια σε πλατος ρόδα) είτε να έχω μυρισει τα νύχια μου πως θα βρεχει στη μεση της νυχτας για να ξεκινήσω νωρίτερα ενώ δεν εχω χρόνο ούτε να τα μυρίσω, ούτε να ξεκινήσω νωρίτερα, ούτε να κοιμηθώ ή να ειμαι εντάξει στις προσωπικές μου υποχρεώσεις και ενδιαφέρονται καθώς όλο τον χρόνο μου τον ρουφά άμεσα ή έμμεσα η εταιρία. Το 8ωρο είναι μόνο ευφημισμός, με την απλήρωτη εργασιακή προέκταση του διαλλείματος, την υποχρεωτική υπερεργασία, τη μετακίνηση από και προς τη δουλειά, την αποδιοργάνωση και την υπερένταση που δημιουργεί κενο χρόνο ανάμεσα στη δουλειά και τον ύπνο ή την εκλπήρωση προσωπικών-κοινωνικών αναγκών αυτό που μένει στο εργαζόμενο πρόσωπο είναι 4 ώρες “διασκέδασης”. Αυτό που μένει στο εργαζόμενο πρόσωπο που έχει παιδιά (όπως πολλοί συνάδελφοι) φροντίζει -πρώην- αδέσποτα ζώα (όπως εγώ) ή προσπαθεί να μάθει κάτι (πχ παρακολουθεί κάποιο πρόγραμμα καταρτισης όπως καποιοι συνάδελφοι), είναι ακριβώς μηδέν ώρες. Είμαστε τυχεροί αν καταφέρουμε να κοιμηθούμε αρκετά δυο μερες στη σειρά. Θα έπρεπε μάλλον λοιπόν να πέσω στα γόνατα ζητώντας συγχώρεση με δακρυα στα ματια (“gomenasai sensei”) από τον αφέντη ως ενας ταπεινός ακόλουθος που εκανε ένα παράπτωμα ως προς τον φεουδαρχικό ιαπωνικό οίκο, για τα 10-15-20-25 λεπτά της όποιας αργοπορίας μου απέναντι σε μια εταιρία που μας βάζει να δουλεύουμε απλήρωτοι το 30λεπτο διάλλειμά μας. Δυστυχώς μου στέρεψαν τα δάκρυα γιατί επαθα ξηροφθαλμία από την παρατεταμένη νυχτερινή βάρδια και το γεγονός πως η αποθήκη δεν πλένεται ποτε και ειναι μεσα στη σκόνη. Αρνήθηκα να το κάνω. Και απολύθηκα.

Το πλαίσιο στο οποίο αναδύονται, κερδοφορούν και αναπτύσσονται εταιρίες σαν τη “Σκρούντζ” χρειάζεται περεταίρω ανάλυση. Πράγματι όσο θα ξενιζε πριν 20 χρόνια η ιδεα του να σου φερει “το ντελίβερυ” σπίτι το φαγητό σου και να μην το μαγειρέψεις ή αγοράσεις και φας στο κατάστημα ή παραλάβεις ο ίδιος/α για να το φας στο σπίτι, άλλο τόσο θα ξενιζε πριν 10 χρόνια η ιδέα πως ασχέτως της σωματικής σου κατάστασης (πχ του γεγονότος πως δεν είσαι ηληκιωμένος ή ΑΜΕΑ), του βάρους και του όγκου του προϊόντος που επιθυμείς και της φυσικής απόστασης του καταστήματος, αναμένεται κοινωνικά να υπαρχει μια υπηρεσία διανομής του περίπου οτιδήποτε στο σπίτι σου η οποία επιπλέον κάνει και το έργο αντί εσού να κάνει έρευνα αγοράς βάσει κριτιρίων τιμής, δημοφιλίας, κλπ για το προϊον που αναζητας. Θα αντισταθώ στη παρόρμηση να ονομάσω αυτού του τύπου το έργο “bullshit job” και να σχολιάσω πως δεν παρέχονται πολύ πιο αναγκαίες υπηρεσίες για άλλα και άλλα αν και συχνα αυτό είναι ακριβως η περίπτωση (
για ποιο λόγο άραγε εγώ ο αποθηκάριος ή ο εργαζόμενος οδηγός βασανιζόμασταν για να ταξινομήσουμε ή διακπεραιώσουμε τη μεταφορά σε κάποιον καταναλωτή οδηγό ένός σάκου του μποξ ή συναρμολογούμενου έπιπλου που ζυγίζει δεκάδες κιλά;) Παρ’ όλα αυτά η λογική ανάπτυξης αυτού του τύπου των υπηρεσιών είναι ιστορική, στον καπιταλισμό η ενσωμάτωση της τεχνικής για την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, επομένως και του περιθρωρίου του κέρδους υποσκάπτει τα ίδια της τα θεμέλια όταν οι μισθοί μένουν στασιμοι και η εργατική κατανάλωση δε μπορει να καλύψει την υπερπληθώρα παραγωγής. Ένας τρόπος μετάθεσης της κρίσης στο μέλλον είναι η επινόηση νέων πεδίων συσσώρευσης για να επενδυθούν τα λιμνάζοντα κεφάλαια και να αντιμετωπιστει η τάση “μηδενισμού της αξίας”. Το κεφάλαιο έτσι επινοεί μια νέα αγορά, το οποίο σημαίνει ταυτόχρονα μια νέα καταναλωτική “ανάγκη” που μπορεί να ανταποκρίνεται ή όχι σε πιεστικές ανάγκες των εργαζόμενων τάξεων. Δεν έχει τόσο σημασία το αν κάτι αποτελεί “ανάγκη” ή “πολυτέλεια”, δεν κρίνω σωστό να αρνηθούμε την πολυτέλεια απλώς επειδή ειναι πολυτέλεια, και κάτι που θα ήταν πολυτέλεια σε ένα άλλο κοινωνικο σύστημα (πχ δωρεάν και ορθολογικής διανομής “απο τον καθένα αναλογα με τις δυνατότητες στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες” όπου ο ανθρωπος θα παραλαμβανε ο ίδιος τα απαραίτητα αγαθά από το “σουπερ μαρκετ” και “καταστήματα” της γειτονίας του και όχι από τη “Σκρούντζ” στη πόρτα του) μπορει να είναι ανάγκη σε αυτό και αντίστροφα. Σε τι όμως συνίσταται αυτή η ανάγκη-πολυτέλεια ως προς τις υπηρεσίες που παρέχει η “Σκρούντζ” στους πελάτες της;; Στη μείωση του χρόνου και του κόπου που αναλώνεται στην κατανάλωση, στον χρόνο της έρευνας αγοράς, στον χρόνο της φυσικής παρουσίας για αγορά στο κατάστημα, στο χρόνο και τον κόπο της μεταφοράς του αγαθού. Για ποιούς και ποιές αυτή η μείωση του χρόνου και του κόπου είναι περισσότερο ανάγκη παρά πολυτέλεια;; Ακριβώς για τις εργαζόμενες τάξεις. Εδώ λοιπόν το κεφάλαιο επινοεί έναν “αυτοματισμό της κατανάλωσης”, έναν τρόπο για να μας γλιτώνει χρόνο. Για να έχουμε περισσότερο ελεύθερο χρόνο για ελεύθερη προσωπική-κοινωνική ανάπτυξη; Όχι. Για να μας τρώει όλο τον υπόλοιπο χρόνο η δουλειά. Κάθε βήμα “αυτοματισμού της κατανάλωσης” επαναεπινοεί ένα βήμα “παραγωγικής αφέλειας”, ένα βήμα δλδ που η ένταση ανειδίκευτης εργασίας είναι απαραίτητη αφου η δουλειά της ταξινόμησης που μπορει να κάνει το μυαλο και το χέρι του αποθηκάριου και της διανομής του κανει το μυαλο και το χερι του-της οδηγού, δεν μπορει να γίνει ακόμα αποτελεσματικά ή αρκετα φτηνά από μηχανες. Το drone διανομής της Amazon μπορει να μεταφέρει μέχρι ένα κουτάκι κοκα κόλα τη φορά, δεν έχουν ρυθμιστεί οι υποδομές και οι κανονισμοί ασφαλείας ενός τέτοιου συστήματος κυκλοφορίας, τα ρομποτ της Boston Dynamics είτε δε μπορούν ακόμα είτε είναι πολύ ακριβό ακόμα να κανουν τη δουλειά που κάνω εγώ. Η “Σκρουντζ” και άλλες όμορες εταιρίες αρκούνται σε ένα ταπεινό μηχάνημα “sorter” που προσομοιάζει παραδοσιακή γραμμή παραγωγής για διαλογή των μικρών δεμάτων. Ένα χέρι χρειάζεται ακόμα να τα ξεχωρίσε από τα μεγάλα και να τα φορτώσει προς και από τη μηχανή. Το χέρι ενός χαμηλόμισθου που τρώει όλη του τη μερα στη δουλειά. Το ίδιο χέρι θα γλιτώσει χρόνο από τον “ελεύθερό” του χρόνο διακπεραιώνοντας μια γραφειοκρατική διαδικασια ηλεκτρονικα αντί να στηθεί σε μια δημοσια υπηρεσία. Ένα άλλο ξεζουμισμενο χερι που έστησε τον αλγόριθμο του τάδε gov.gr θα παραγγείλει από την “Σκρούντζ” επιτάσσοντας την εργασία του δικού μου χερίου στις τρεις τη νυχτα. Ένα άλλο κοινωνικό συστημα θα πρέπει να αντικαταστήσει αυτό της μισθωτής σκλαβιάς. Οι κατευθύνσεις του μπορούν να είναι ήδη εμφανείς στις διεκδικήσεις του σήμερα, περισσότεροι στη δουλειά για περισσότερα και λιγότερο χρόνο. Αύξηση του μισθού και των προσλήψεων, μείωση του εργάσιμου χρόνου. Ο καπιταλισμός της πλατφόρμας έχει τρωτά σημεία πλέονα των παραδοσιακών και ακόμα απαραίτητων μέσων όπως η συνδικαλιστική οργάνωση και η απεργία. Όταν το σύγχρονο κεφάλαιο δυναμοποιεί σε τέτοιο βαθμό τη κατανάλωση εμπλέκοντάς την όλο και πιο στενά με την παραγωγική σφαίρα (πχ την έκκληση δεδομένων για προσωποποιημένη διαφήμηση και εκπαίδευση της Α.Ι.) ώστε να της δίνει έναν ψευδεπίγραφο “λόγο”, αυτός ο λόγος μπορει να χρησιμοποιηθει και εναντίον του επικουρικά με την ταξική πάλη. Όπως έδειξε και η εργατική διαφορά στην e-food τα 5 αστεράκια μπορουν να γίνουν 1 και η κατανάλωση μποϋκοτάζ.
Επομένως:

ΚΑΤΩ Η ΣΚΡΟΥΝΤΖ
ΖΗΤΩ Η ΑΥΞΗΣΗ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΙΣΘΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΤΟΥ

δημήτρης καρράς, πρώην υπάλληλος αποθήκης σκρουντζ


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *