“Αν οι εκλογές μπορούσαν να αλλάξουν τον κόσμο…”


1
Η συνθήκη που έχει διαμορφωθεί με σημείο αναφοράς τις επερχόμενες εκλογές φαίνεται ότι δεν αφήνει περιθώρια για μια παραδοσιακού τύπου προπαγάνδιση της αποχής και του αντιεκλογικού Λόγου. Τα περιεχόμενα μπορεί να παραμένουν ίδια, απαιτείται, ωστόσο, μεγαλύτερη προσπάθεια για την προσέγγιση τόσο των πολλών τους αποχρώσεων όσο και των δυναμικών τους. Τα διακυβεύματα των επερχόμενων εκλογών τοποθετούνται με επιθετικό τρόπο οριακά μέσα στο χρόνο (ρήτρες για έξοδο ή παράταση των μνημονιακών όρων) και η συγκυρία απαιτεί μια «μεγάλη απόφαση»: τα «πράγματα» είτε θα μείνουν ως έχουν με ενισχυμένη την πιο σκληρή εκδοχή της νεοφιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας, είτε θα αλλάξουν στην κατεύθυνση της σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης της κεντρικής εξουσίας. Οι ενδιάμεσοι πολιτικοί χώροι συρρικνώνονται αφού το εκδικητικό παιχνίδι του αγανακτισμένου ψηφοφόρου έχει παρέλθει, όπως φαίνεται, ανεπιστρεπτί. Τα ποσοστό της αποχής εκτιμάται ότι θα είναι το μικρότερο όλων των τελευταίων εκλογικών πανηγυριών και η νέα μορφή του δικομματισμού λειτουργεί στην κατεύθυνση ενός διπολισμού που επιδιώκει την αφομοίωση των πολιτικών χαρακτηριστικών των «μικρών» κομμάτων. Η ΝΔ προσανατολίζεται τόσο προς την αποστασιοποιημένη λαϊκή δεξιά όσο και προς την επιθετική ακροδεξιά ενισχύοντας την ατζέντα της με μπόλικο ρατσισμό, εθνικισμό, κληρικαλισμό, πατρίς, θρησκεία, οικογένεια κ.ο.κ. Ο Σύριζα μπαίνει στο ίδιο παιχνίδι με μια ψηφοθηρική βεντάλια που ξεχειλώνει τον απευθυντικό του χαρακτήρα, πότε με αιτήματα για την κατάργηση των φυλακών τύπου Γ’ και πότε με το θρησκευτικά σεβάσμιο πέταγμα των περιστεριών των Θεοφανείων. Η φαινομενική του πολυγλωσσία δεν είναι παρά μια επιτηδευμένη τακτική προκειμένου να ικανοποιεί όλα τα «ευήκοα ώτα». Σε περίπτωση που θα δήλωνε μια συγκεκριμένη θέση και μια συμπαγή πολιτική στάση, θεωρείται σίγουρο ότι θα κατέγραφε τραγικές ποσοτικές απώλειες. Οι συσπειρώσεις φαίνεται να αποδίδουν και όλοι οι πολιτικοί χώροι, μηδενός εξαιρουμένου, έχουν διεμβολιστεί από αυτόν τον επιθετικό διπολισμό.

2
Υπάρχει μια μικρή περίπτωση αυτοδυναμίας του Σύριζα, οπότε και θα επιταχυνθούν οι μετεκλογικές διαδικασίες. Σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας, από τις 26 Γενάρη και μετά, το κεντρικό πολιτικό σκηνικό θα χαρακτηριστεί ακόμη και από απρόβλεπτα πάρε-δώσε, κυνικά νταραβέρια που, συνήθως, τα ονομάζουν… πολιτικές συμμαχίες με γνώμονα το «εθνικό συμφέρον». Όλη αυτή η διαδικασία των πολιτικών συμμαχιών θα προσφέρει στα δύο μεγάλα κόμματα τη δυνατότητα να «νερώσουν» το κρασί των πολιτικών τους προγραμματικών δεσμεύσεων αφού θα πρέπει να συνδιαλλαγούν με τα αιτήματα των σύμμαχων «μικρών» κομμάτων προκειμένου να μην διασαλευτεί η ομαλότητα της πολιτικής διαχείρισης. Αυτό έχει να κάνει περισσότερο με τον Σύριζα παρά με την ΝΔ, αφού η δεύτερη θα έχει κατοχυρώσει την νομιμοποίηση της -ούτως ή άλλως- ακροδεξιάς της ατζέντας. Ο Σύριζα, όμως, θα μπορεί να δικαιολογεί κάθε παρέκκλιση από τις «αριστερές» του δεσμεύσεις στο βαθμό που οι θεσμικές πολιτικές του πιέσεις στο πλαίσιο του δικού του συγκυβερνητικού σχήματος θα ασκούνται μόνο από τα δεξιά του. Το ΚΚΕ έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν ενδιαφέρεται να συγκυβερνήσει σε καπιταλιστικό πλαίσιο, οπότε, πέρα από τον «αυστηρό» καταγγελτικό λόγο, στην ουσία θα περιμένει στη γωνία για να εισπράξει την πολιτική υπεραξία των όποιων αποτυχιών του Σύριζα. Η Ανταρσύα έχει ήδη διαμηνύσει ότι θα ασκεί κριτική μεν αλλά στην ουσία θα στηρίξει στο δρόμο τις επιλογές του Σύριζα απέναντι στον «βόρβορο» του Σαμαρά και της ακροδεξιάς απειλής. Έχει ήδη (εγ)καλέσει όλες τις αριστερές δυνάμεις για μετωπική συστράτευση προς αυτή την κατεύθυνση. Το κομμάτι δε του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού/ελευθεριακού χώρου που θα έχει καταστρατηγήσει την αξιακή του αντιεκλογική θέση και θα έχει στηρίξει τον Σύριζα, αφού δεν θα έχει έτσι κι αλλιώς -φύσει και θέσει- καμία δυνατότητα θεσμικής υπονόμευσης, θα εκτονώσει την αφελή του «ανακωχή» οργισμένα στο δρόμο με δεδομένη την προδοσία των «ριζοσπαστικών» προσδοκιών του. Είναι γεγονός ότι θα συνεχίσουμε για καιρό ακόμη να διασχίζουμε το μεγάλο τούνελ της ύφεσης των ανατρεπτικών πολιτικών, κοινωνικών και εργατικών αγώνων. Η προσδοκώμενη αλλαγή «από τα πάνω» κρατάει εδώ και καιρό -και θα συνεχίσει να το κάνει- σε ομηρία τις ζωντανές δυνάμεις των «υποτελών τάξεων».

3
Από πού όμως αντλούμε αυτή τη βεβαιότητα για την προδοσία κάθε ριζοσπαστικής προσδοκίας από τον Σύριζα;  Όχι δεν θα σταθούμε στις εξόφθαλμες διακηρύξεις του ότι «δεν πρόκειται να διασαλευτεί η πολιτική ομαλότητα της χώρας». Στο βαθμό που επικοινωνούμε πολιτικά κρίνεται απαραίτητο να δούμε το ιστορικά παραδοσιακό πολιτικό πλαίσιο της σοσιαλδημοκρατίας. Ας παρακολουθήσουμε μια ακαδημαϊκή –και σχετικά απροκατάληπτη ως τέτοια- απόπειρα να προσεγγιστεί η έννοια της σοσιαλδημοκρατίας:
«Η πρωτοτυπία της σοσιαλδημοκρατίας σε σχέση με το λενινισμό οφείλεται στο ότι αυτή πιστεύει πως η δημοκρατία, μετά την κατάκτηση της εξουσίας με τον εκλογικό δρόμο, πρέπει να εξακολουθήσει να λειτουργεί για όλα τα μέλη της κοινωνίας… Δημοκρατία σημαίνει επομένως, για τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, δημοκρατία για όλους, τόσο για τους αστούς όσο και για τους εργαζόμενους… Η σοσιαλδημοκρατία αποδέχεται επομένως την κοινωνική διαίρεση σε όλο της το βάθος… Η σοσιαλδημοκρατία χαρακτηρίζεται στην πραγματικότητα από τον συμβιβασμό σε ό,τι αφορά την οικονομική εξουσία και από τον ειρηνικό ανταγωνισμό (δηλαδή την δημοκρατία) σε ό,τι αφορά την πολιτική εξουσία. Ο συμβιβασμός εξασφαλίζει τον ανταγωνισμό, με την έννοια ότι τον διαφυλάσσει. Η επιλογή της δημοκρατίας είναι κάτι περισσότερο από μια στρατηγική πρόσβασης στην εξουσία, είναι ένα ουσιώδες πολιτικό πρόγραμμα για την ίδια τη φύση της κοινωνίας που θα οικοδομηθεί… Η σοσιαλδημοκρατία αναγνωρίζει την ύπαρξη των ταξικών αντιθέσεων, αντλεί μάλιστα απ’ αυτές τη δύναμη της σαν κόμμα της εργατικής τάξης, κι αυτό την ξεχωρίζει από τα δεξιά πολιτικά κόμματα που στηρίζονται, και αυτά, στην αναγνώριση του πλουραλισμού… Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της σοσιαλδημοκρατίας οφείλεται στο ότι θεμελιώνει το πρόγραμμά της στην ύπαρξη της ταξικής αντίθεσης ανάμεσα στους εργαζόμενους και στην αστική τάξη. Αυτό την ξεχωρίζει από τα δεξιά κόμματα και την προσεγγίζει στα κομμουνιστικά. Αλλά δεν είναι διατεθειμένη να περιστείλει αυτήν την αντίθεση με την εξαφάνιση του αντιπάλου. Σε τούτο το θέμα δέχεται, όπως και η φιλελεύθερη δεξιά, τον πλουραλισμό μέσα στην κοινωνία» (A. Bergounioux-B. Manin, 1979)
Ποιος δυσκολεύεται να αναγνωρίσει την ιδεολογική βάση του Σύριζα σε αυτή τη μεγάλη παράγραφο; Εκείνο που, ωστόσο, πρέπει να διασαφηνιστεί είναι η «αποστολή» της επικαιροποίησης αυτής της ιδεολογικής βάσης. Είναι αλήθεια ότι η περίοδος που διανύουμε δεν προσομοιάζει σε τίποτα με την περίοδο λίγο πριν και μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο οπότε και συγκροτήθηκαν τα σοσιαλδημοκρατικά ιδεώδη και πραγματώθηκαν ως κυβερνητικά σχέδια. Είναι επίσης γεγονός ότι αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο «δοκιμάζεται» τόσο μέσα σε ένα παγκοσμιοποιημένο οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον όσο και, πιο συγκεκριμένα, μέσα σε μια θεσμικά περιπλεγμένη συνθήκη ενός υπερεθνικού οργανισμού όπως είναι η Ε.Ε. Αυτό σημαίνει ότι τα λατινοαμερικανικά πρότυπα σοσιαλδημοκρατικής διακυβέρνησης δεν μπορούν να αποτελέσουν τίποτε άλλο από τροχιοδεικτικά. Ακόμη κι έτσι όμως είναι αδύνατον να αναφερόμαστε σε μια εγχώρια επικαιροποίηση της σοσιαλδημοκρατίας τύπου Τσάβες που έχει διχάσει την βενεζουελάνικη κοινωνία με την δυναμική αναδιανομή του πλούτου και την εθνικοποίηση των πετρελαιοπηγών της χώρας. Εκείνο που είναι πιο προσιτό με δεδομένες τις αμφιλεγόμενες εξαγγελίες και τις επίμονα καθησυχαστικές -προς τους «δανειστές»- δεσμεύσεις του Σύριζα  είναι το μοντέλο Λούλα στη Βραζιλία. Τα τραγικά αποτελέσματα, όμως, της συγκεκριμένης σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης είναι, ιδιαίτερα στις μέρες μας, και εκεί εμφανή…

4
Ας υποθέσουμε ότι η Ε.Ε. δεν θα στριμώξει τον Σύριζα σχετικά με τις οφειλές του επερχόμενου Μαρτίου μια και θα πρόκειται για μια νέα κυβέρνηση που θα δικαιούται έναν στοιχειώδη χρόνο προσαρμογής (ήδη προτάθηκε από τη Ε.Ε. η παράταση του προγράμματος στήριξης για ένα επιπλέον εξάμηνο). Επίσης, ας συμφωνήσουμε με τη λογική ότι η Ε.Ε. δεν έκανε καμία υποχώρηση για να υποστηρίξει την κυβέρνηση Σαμαρά με στόχο να μην καλομάθει τη νέα κυβέρνηση σε απαιτήσεις για υποχωρητικότητα σε περίπτωση ήττας του Σαμαρά. Το παιχνίδι έχει στηθεί. Δεν υπάρχει άλλη ερμηνεία για την ανυπαρξία οικονομικού προγράμματος του Σύριζα στο βαθμό που αυτό θα χτιστεί και θα διαμορφωθεί με βάση τις «διαπραγματεύσεις». Είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο ότι θα εξελιχθεί ένας εκβιασμός από όλες τις μεριές. Ποιο είναι το διαπραγματευτικό χαρτί του Σύριζα; Σίγουρα δεν θα είναι η Ελλάδα αυτή καθεαυτή μια και πρόκειται για μια ισχνή οικονομία και ένα σχετικό γεωπολιτικό εκτόπισμα. Θα είναι όμως η αρχή ενός ανεπιθύμητου ντόμινο αν η Ελλάδα «εξωθηθεί» προς την έξοδο της Ε.Ε. Αν η Τρόϊκα αρνηθεί το κούρεμα του χρέους και την επαναδιαπραγμάτευση των δόσεων τότε θα απειληθούν «μεγάλες οικονομίες» όπως της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Γαλλίας. Εξίσου προβληματικό θα είναι βέβαια αν η Τρόϊκα «υποχωρήσει» στα ελληνικά αιτήματα αφού και πάλι οι μεγάλες οικονομίες καραδοκούν με τις ίδιες προσδοκίες. Ο Σύριζα θεωρεί ότι με αυτό το double bind οδηγεί την Ε.Ε. σε μια πολιτική σχιζοφρένεια που θα λυθεί με μια συνετή πολιτική και οικονομική επιλογή από τη μεριά της. Το μεγάλο ζητούμενο, έτσι κι αλλιώς, από όλες τις μεριές είναι η «ομαλότητα» του καπιταλιστικού συστήματος. Έτσι, όλα κινούνται στον αφρό του ευρωπαϊκού διευθυντηρίου και αφορούν διευθετήσεις αντιπαραθέσεων μεταξύ ομάδων μεγάλων συμφερόντων με φόντο την αδιασάλευτη ταξική του φύση.

5
Η απαίτηση της σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης από το «λαϊκό κίνημα» θα είναι τόσο η «ανακωχή» για όσο διαρκέσει ο «εκβιασμός» (…”αφού τα πράγματα δεν θα μπορούν να αλλάξουν από τη μία μέρα στην άλλη”) όσο και η δυναμική ενίσχυση των επιλογών της στο δρόμο απέναντι στις «δυνάμεις της αντίδρασης». Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο  Σύριζα δεν έχει καμία έμπρακτη στήριξη από μεριάς του κοινωνικού σχηματισμού. Πέρα από την ίδια του την κουρελοειδή σύνθεση, δεν έχει «ενεργά μέλη» ούτε τοπικές οργανώσεις που να αντιστοιχούν στο εκτόπισμα ενός 30%. Μια άλλη προβληματική -για κεντρική πολιτική δύναμη- συνθήκη είναι η ανυπαρξία πρόσβασης στον κρατικό μηχανισμό. Αν στη δεκαετία του 80, το Πασόκ μπόρεσε να δρομολογήσει την «αποχουντοποίηση» στρατού και αστυνομίας, ήταν γιατί διόρισε χιλιάδες μέλη του σε αντίστοιχα πόστα. Με τον καιρό ο σκληρός πυρήνας του κράτους άρχισε να «πρασινίζει». Ο Σύριζα δεν έχει χιλιάδες μέλη, ούτε δύναται να διορίσει αυτά τα μέλη που έχει. Θα έχουμε λοιπόν μια επιβαρυντική συστοίχιση της πραγματικότητας: η έλλειψη στήριξης στο δρόμο από το «λαϊκό κίνημα» θα συνυπάρχει με το οργανωμένο «βαθύ κράτος» που θα είναι πρόθυμο για μια πολιτική του καθοδήγηση από την ακροδεξιά αξιωματική αντιπολίτευση του Σαμαρά. Έχουμε πολύ πρόσφατα δείγματα «γραφής» και της αστυνομίας (αιματηρή και ανελέητη απειθαρχία σε εντολές… άνωθεν για ψυχραιμία απέναντι σε διαδηλωτές) και του στρατού (ακροδεξιά ηγεσία όλων των επιτελείων) και του δικαστικού σώματος (νομιμοποίηση αστυνομικής βαρβαρότητας και επιβαρυντικές αναβαθμίσεις κατηγοριών σε διαδηλωτές και αντιστεκόμενους) και της εκκλησίας (η μια αντιδραστική δήλωση μετά την άλλη από το παπαδαριό ανά την επικράτεια). Δεν είναι η περίοδος όπου το «βαθύ κράτος» τελεί εν υπνώσει. Θα παράγει γεγονότα για την διατήρηση της υπαρκτής συνοχής του σκληρού πυρήνα του κρατικού μηχανισμού και της κρατικής ιδεολογίας. Από την άλλη, θα παράγει γεγονότα σε βάρος ακόμη και των προσχηματικών πολιτικών εξανθρωπισμού της αστικής δημοκρατίας.

6
Κανείς δεν κάνει πλέον αναφορά στο καθεστώς έκτακτης ανάγκης με κανένα τρόπο. Κανείς δεν διαπραγματεύεται την ενίσχυση ή την άρση του. Είναι γιατί αυτό το καθεστώς έχει γίνει μόνιμο και μετατοπισμένο σε μια ακροδεξιά ισορροπία. Με αυτό το δεδομένο, η θεσμική διαπλοκή δεν επιτρέπει κλυδωνισμούς που θα αφορούν τον πυρήνα της κυριαρχίας. Η συσσώρευση των κεφαλαίων πρέπει να κινείται διαρκώς. Η πολιτική σταθερότητα πρέπει να επιτελείται διαρκώς. Η κατασταλτική στρατηγική πρέπει να εξασκείται διαρκώς. Η υπόθεση των εκλογών έχει ήδη εισάγει πολλές και -ρητορικά- εμβληματικές μεταβλητές. Είναι αφέλεια από τη μεριά των αμετανόητων εχθρών αυτού του συστήματος να μην αντιλαμβάνονται ότι οι μεταβλητές αυτές δεν μπορούν να διαταράξουν την ουσία της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης αλλά μόνο τη φαινομενικότητά τους. Κι εδώ δεν πρόκειται ούτε για ιδεοληψία ούτε για μαξιμαλιστική στάση. Από τη μία είναι κωμικοτραγικό να διαλαλούν «αριστεροί» κάθε είδους ότι σε λίγες μέρες θα… συγκλονιστεί ο κόσμος, υπονομεύοντας κάθε εύστοχη θεωρητική ικμάδα της εμβληματικής φράσης του μέντορά τους Μαρξ: «αν οι εκλογές μπορούσαν να αλλάξουν τον κόσμο τότε θα ήταν παράνομες». Είτε αυταπατώνται είτε τζογάρουν συνειδητά την συλλογική μοίρα στο εκλογικό πανηγύρι. Από την άλλη η ανάγκη των καταπιεσμένων να ζήσουν κάτι ανθρώπινο χωρίς τη βαρβαρότητα της ακροδεξιάς τυραννίας δεν πρέπει επουδενί να υποθηκεύεται από το επίθετο «ακροδεξιά» αλλά να εστιάζει εμμενώς στο ουσιαστικό «τυραννία». Με τον ιδρώτα μας θα κινούνται τα κεφάλαια, με τον πειθαναγκασμό και την υποταγή μας θα επιτελείται η πολιτική σταθερότητα, με το αίμα και την ελευθερία μας θα τρέφεται η κατασταλτική στρατηγική.

7
Κανένα έλεος στην ψηφοθηρία. Καμία διαπραγμάτευση με την εκλογική αυταπάτη. Καμία ανάθεση του υπαρξιακού μας στοιχήματος στους εργολάβους ελπίδων. Να πολεμήσουμε την τυραννία σε κάθε της μορφή.


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *