Την Πέμπτη 18/9 -ένα χρόνο μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα από τον χρυσαυγίτη μαχαιροβγάλτη Ρουπακιά- είχε δοθεί ένα ραντεβού στους δρόμους του Κερατσινίου. Και το ραντεβού δεν ήταν μονάχα από όσους -με διαφορετικά περιεχόμενα- καλούσαν στην διαδήλωση. Ήταν και ένα ραντεβού για το κράτος, την ίδια τη δημοκρατία. Την νεόκοπη αντιφασιστική δημοκρατία της τάξης και ασφάλειας. Ήταν κατά βάση ένα “ραντεβού” όπου έπρεπε να επιβληθεί ένα και μοναδικό νόημα, ένα και μοναδικό περιεχόμενο: για όλους τους λόγους του κόσμου, η φετινή 18η Σεπτέμβρη δεν έπρεπε να θυμίζει σε τίποτα την περσινή, με την οργή να ξεχειλίζει από το σύνολο σχεδόν του συγκεντρωμένου πλήθους, τα γεγονότα εξεγερσιακού χαρακτήρα που εξαπλώθηκαν και σε άλλες πόλεις εκτός Αθήνας.
Η δολοφονία του Φύσσα έπρεπε να κλείσει τον κύκλο της με αυτόν τον τρόπο, να περάσει οριστικά στα χέρια της διαμεσολάβησης, να λήξει η σύνδεσή της με τους ακηδεμόνευτους αγώνες, κομμάτι των οποίων είναι και ο αντιφασιστικός αγώνας. Η επέτειος αυτή για τους κατασταλτικούς μηχανισμούς αναδείχτηκε σε χρονικό σημείο-κλειδί, μέρα που έπρεπε να ενταφιαστεί η όποια “εξεγερτική” οργή, να κανονικοποιηθεί στη θέση της η ειρηνική διαμαρτυρία και να αφεθεί στα χέρια κράτους και δικαστών η υπόθεση της δολοφονίας και της χρυσής αυγής, να αφεθεί στα χέρια των ιδεολογικών μηχανών του κράτους το ζήτημα του “αντιφασισμού”. Στο βαθμό που κάποιος ήθελε να αμφισβητήσει την ιδεολογική επικυριαρχία της δημοκρατίας, ήταν αναμενόμενο πως θα αντιμετωπιζόταν με όρους μηδενικής ανοχής. Πίσω από τα μπαλόνια λοιπόν, ξεπρόβαλαν ΜΑΤ και Δέλτα.
Η καμπάνια των οικείων του Φύσσα έγινε άμεσα αποδεκτή από τα καθεστωτικά μέσα, με συνεχή προβολή των δράσεων και των απόψεών τους. Βρέθηκε λοιπόν ένα πρόσφορο πεδίο ασκήσεων συστημικού αντιφασισμού. Η φωνή των οικείων του Παύλου Φύσσα έγινε η “αντιφασιστική φωνή”, αφού αυτοί κουβαλούσαν επιπλέον το συναισθηματικό βάρος της απώλειας του δικού τους ανθρώπου. Αυτό το βάρος έγινε όμως προνόμιο για τη δημοκρατία και τους μηχανισμούς της, για την άσκηση και την επιβολή ενός μονοσήμαντου νοήματος της δολοφονίας, του απολίτικου αντιφασισμού, αλλά και ένα σημείο “απενοχοποίησης” της δημοκρατίας: αυτοί που όπλισαν τα χέρια των δολοφόνων ναζί μπορούν τώρα κάλλιστα να καθάρονται πίσω από καταδίκες βίας “από όπου κι αν προέρχονται”… Η “ομαλότητα” επιστρέφει για να περιγελάσει τα θύματά της.
Ταυτόχρονα, αυτός ο πολύχρωμος και θολός “αντιφασισμός” αποτελούσε και το βασικό σημείο κοινωνικής νομιμοποίησης από όπου θα εκκινούσε το γενικευμένο κατασταλτικό σχέδιο για τη διαδήλωση εκείνης της μέρας: μέσα στην παραγόμενη κοινωνική σύγχυση, η απόσταση ανάμεσα στο δόγμα “νόμος και τάξη” και απομόνωση-χτύπημα “αυτών που αμαυρώνουν την μνήμη” είχε εκμηδενιστεί. Η ατάκα του πρωθυπουργού Σαμαρά λίγες μέρες νωρίτερα, πως “δεν θα επιτρέψουμε να μετατραπεί η Ελλάδα σε νέα Βαϊμάρη” συμπύκνωνε με σαφήνεια όλα τα παραπάνω…
Το μπλοκ του Ρεσάλτο και της Συνέλευσης Πλατείας Κερατσινίου συσπείρωσε πολλές εκατοντάδες διαδηλωτών από καταλήψεις, στέκια, ομάδες του αναρχικού-αντιεξουσιαστικού χώρου αλλά και αυτοοργανωμένα εγχειρήματα γειτονιών, όπως επίσης και άτομα που ήθελαν να στηρίξουν τα περιεχόμενά του και ένιωθαν το μπλοκ ως τον “φυσικό” τους χώρο για την υπεράσπιση του ακηδεμόνευτου και ριζοσπαστικού αντιφασισμού. Η δική μας συμμετοχή-κάλεσμα στο συγκεκριμένο μπλοκ σήμαινε πως στηρίζαμε-προκρίναμε εκείνη την ουσιαστική πολιτική τοποθέτηση που έβλεπε το κατέβασμα στο δρόμο ακηδεμόνευτα, όχι απλά για την προάσπιση της “αντιφασιστικής μνήμης” αλλά για τη δημιουργία ενός τόπου συνάντησης του ριζοσπαστικού αντιφασισμού, με πλαίσιο ενάντια στο σύγχρονο ολοκληρωτισμό και τα τάγματα εφόδου του, ένα συγκεκριμένο δρομολόγιο και μια όσο το δυνατόν ισχυρή περιφρούρηση. Το κατέβασμά μας στο δρόμο έγινε με επίγνωση της κυριαρχικής προπαγάνδας, των θεσμικών διαμεσολαβήσεων, της δεδομένης επιθετικότητας των αστυνομικών δυνάμεων και της στοχοποίησης του μπλοκ.
Η κινητοποίηση των αστυνομικών δυνάμεων (με όρους διαδηλώσεων για την επέτειο της εξέγερσης του πολυτεχνείου) με 4 χιλιάδες φρουρούς της τάξης, 2 ελικόπτερα να πετούν από το πρωί στην περιοχή και 2 αύρες να φυλάνε από νωρίς το τμήμα στην Λαμπράκη έκανε από νωρίς ξεκάθαρο το κατασταλτικό σχέδιο της μηδενικής ανοχής. Άρα και το πάντα ανοιχτό στοίχημα της επιθυμητής γενίκευσης της κοινωνικής σύγκρουσης δεν επαφιόταν σε “φωτεινές” πρωτοβουλίες-πυροκροτητές, αλλά στο διεμβολισμό των μουδιασμένων κοινωνικών αντανακλαστικών, πράγμα που σε καμία περίπτωση δεν εξαντλείται σε “ημερομηνίες-ορόσημο” αλλά προϋποθέτει μια καθημερινή αδιάλλακτη μάχη ενάντια στον φασισμό, τη ριζοσπαστικοποίηση των κοινωνικών συνειδήσεων και την αποδόμηση όλων των συστημικών διαμεσολαβήσεων. Οι μέρες που προηγήθηκαν εξάλλου δεν έδιναν τον τόνο μιας οργισμένης κοινωνικής απάντησης…
Αυτό που συνέβη στους δρόμους του Κερατσινίου στη διαδήλωση της 18-9, απέχει πολύ από το να ονομαστεί κοινωνική σύγκρουση, εκτός αν κάποιος θεωρεί πως το συγκεκριμένο “φλαμπάρισμα” μερικών δευτερολέπτων κάποιων ματατζήδων και το “τσίκνισμα” κάποιων φασιστών της ομάδας Δέλτα, συνιστούν κάτι περισσότερο από επαναστατική μαγειρική… Αυτό που δυστυχώς ξεδιπλώθηκε και επικυριάρχησε ως “κοινωνική αντιβία”, “σύγκρουση”, “μαχητικός αντιφασισμός” (χωρίς αυτό να σημαίνει πως όσοι επιτέθηκαν εκείνη την μέρα είχαν μεταξύ τους κοινά χαρακτηριστικά και στοχεύσεις) δεν ήταν παρά ένα κράμα πρακτικών και συμπεριφορών που όχι μόνο αδιαφορούσε για οποιαδήποτε κινηματική επικοινωνία, την από κοινού υπεράσπιση του δρόμου, όχι μόνο αναγνώριζε στα ευπρόσωπα στενά του Κερατσινίου απρόσωπα μητροπολιτικά πεδία που έπρεπε να ισοπεδωθούν (σε αντίθεση με τις περσινές γενικευμένες συγκρούσεις στους ίδιους δρόμους και με πολύ περισσότερους λόγους να είναι κάποιος “οργισμένος”), όχι μόνο διεύρυνε τους «στόχους των επιθέσεων» σε γελοία άστοχες επιλογές (ψαράδικα και ζαχαροπλαστεία), όχι μόνο κανιβάλισε πάνω σε σώματα διαφωνούντων, αλλά υπήρχε μόνο για τον εαυτό της και αυτονόητα εντυπώθηκε πολιτικά και κοινωνικά στη γειτονιά ως δύναμη επιβολής που δεν επιδίωκε καμιά σύνδεση με οποιαδήποτε “κοινωνική οργή” αλλά μόνο την αυτοεπιβεβαίωση ως αυθεντική πραγμάτωση της “απελευθερωτικής επίθεσης”. Αυτή η κουλτούρα έχει στο παρελθόν όχι μόνο ακυρώσει την κοινωνική πρόσληψη, αποδοχή και διάχυση της σύγκρουσης, αλλά έχει οδηγήσει και σε τραγικές καταστάσεις. Αυτού του είδους τα περιεχόμενα των επιθέσεων αποτέλεσαν ένα πρόσφορο πεδίο “εμπλουτισμού” ποσοτικά και ποιοτικά της κατασταλτικής στρατηγικής της ημέρας. Τα «δρώντα υποκείμενα της επίθεσης» καθόρισαν και την κατασταλτική ανταπάντηση και επέλεξαν ταυτόχρονα να μην υπερασπιστούν με το υπόλοιπο σώμα της διαδήλωσης το δρόμο, αλλά να χρησιμοποιήσουν ως μαξιλαράκι ασφαλείας τα ακηδεμόνευτα μπλοκ.
Σίγουρα δεν μας προκαλεί εντύπωση ούτε η εμμονή των κατασταλτικών δυνάμεων στο συγκεκριμένο μπλοκ, αλλά ούτε και η ποιότητα και το μέγεθος της κατασταλτικής στρατηγικής. Το Κερατσίνι αποτέλεσε το πεδίο δοκιμής και πειραματισμού της μηδενικής ανοχής και της εγκληματικής και λυσσαλέας επίθεσης των “χρυσαυγιτών με στολή” του Κικίλια, σε χωροταξικές και κοινωνικές συνθήκες γειτονιάς, μια ευρεία μητροπολιτικής κλίμακας αστυνομική κατοχή και επιβολή σε “ανεξερεύνητες” εν δυνάμει “γεωγραφίες κοινωνικής σύγκρουσης”. Εκεί όπου έτσι κι αλλιώς παίζονται και θα παιχτούν σημαντικές μάχες. Γι αυτό και όσο τα ακηδεμόνευτα και ανατρεπτικά ριζώματα βαθαίνουν σε αυτές τις γεωγραφίες, άλλο τόσο το κράτος και το παρακράτος θα επιδιώκουν το ξερίζωμα αυτών των κοινωνικών δυναμικών και σχέσεων.
Κι επειδή καμία μάχη απέναντι στις συμμορίες του κράτους και τα τάγματα εφόδου δεν έχει τελειώσει, είναι σημαντικό να κρατήσουμε τις παρακαταθήκες του δρόμου, να τις απολογιστούμε και την επόμενη φορά ακόμη πιο αποφασισμένοι, ακόμη πιο οργανωμένοι να στηρίξουμε εκείνη την αγωγή στο δρόμο που θέλει όλοι/ες μαζί να στεκόμαστε απέναντι στους χρυσαυγίτες με ή χωρίς στολή, να μην τρέχουμε, να μην πανικοβαλόμαστε, να φροντίζουμε για τον διπλανό μας, να ενισχύουμε τις περιφρουρήσεις και τις ομάδες αυτοάμυνας, να οργανώνουμε με συλλογικούς και αυτοοργανωμένους όρους την κοινωνική αδιαλλαξία, να υπερασπιζόμαστε τις επιλογές μας και τους εαυτούς μας. Και είναι πολλές οι στιγμές της πορείας στις 18/9 στο Κερατσίνι που το πάθος και η αποφασιστικότητα των αντιφασιστών στο Κερατσίνι ήταν τέτοιο που ακόμα και μετά από αλλεπάλληλες λυσσαλέες επιθέσεις των ΜΑΤ και των ΔΕΛΤΑ, τα μπλοκ συνέχιζαν υπερασπιζόμενα τις επιλογές τους και το δρόμο.
Με το μυαλό μας και την καρδιά μας στους συλληφθέντες/είσες της πορείας στο Κερατσίνι, στους αγωνιζόμενους και αγωνιζόμενες αυτού του κόσμου που θέλει να ανασαίνει ελευθερία, συνεχίζουμε με όπλα μας την αλληλεγγύη, τη συντροφικότητα στο δρόμο και την καθημερινότητα, τη ρήξη, τις μικρές και μεγάλες εξεγέρσεις…
αναδημοσίευση από το site του Θερσίτη