Δυο λόγια για τη φίλη και συντρόφισσα Αλεξάνδρα Περιστεράκη, που έφυγε απ’ τη ζωή μια μέρα σαν τη χθεσινή, στις 24 Μαρτίου 2019
Η απώλεια πάντα έχει σχέση και με τον χρόνο. Όχι μόνο γιατί ένας άνθρωπός σου θα λείπει από τον χρόνο, αλλά περισσότερο γιατί θα ευχόσουν να είχες περισσότερο χρόνο γι’ αυτόν όταν ήταν μέσα στη ζωή σου. Η πιθανότητα της απώλειας έχει να κάνει με τη καθημερινή βιωμένη συνάφεια ζωής και θανάτου. Είναι ένα απεχθές –πλην όμως πάντα πιθανό– ενδεχόμενο. Τη στιγμή, ωστόσο, που συμβαίνει πυροδοτείται μια άλλη πρόσληψη της απώλειας μέσα στον ήδη κοινά βιωμένο χρόνο. Σκέφτεσαι ότι είχες επαναπαυτεί και ότι θα έπρεπε να μοιραστείς περισσότερο χρόνο με τον δικό σου άνθρωπο.
Όσον αφορά την Αλεξάνδρα, υπάρχει μια σοβαρή δικαιολογία γι’ αυτή την επανάπαυση. Μια οξυμένη σκέψη που έφτανε μέχρι την επιτέλεση διδακτορικής εργασίας στην διάρκεια της πέμπτης δεκαετίας της ζωής της, αλλά κι ένα σώμα γεμάτο με το νεύρο μιας ώριμης νεανικότητας, μια ενσαρκωμένη αρμονία της μουσικής καλλιέργειας στα διευρυμένα και ασκητικά σωματικά όρια του σπουδαγμένου χορού, δεν άφηναν περιθώρια ούτε για το παραμικρό φευγαλέο ενδεχόμενο ενός θανάτου. Μια χρωματιστή αύρα προστάτευε τις σχέσεις από τη μοιραία δυσαρέσκεια μιας απώλειας.
Κι αυτή ακριβώς η συνθήκη δοκιμάστηκε με τον αδόκητο –ακόμη κι όταν λόγω της φυσιογνωμίας της αρρώστιας δόθηκε ο χρόνος να μπει στη ζωή μας το αναπόφευκτο– χαμό της αγαπημένης αυτής φίλης και συντρόφισσας. Δοκιμάστηκε για να συντριβεί πάνω σε ένα μεγάλο «γαμώτο». Για όλα όσα έμειναν στη μέση, για όλα όσα δεν άρχισαν ενώ θα μπορούσαν. Εκεί ήταν. «Σε ένα σώμα και μια ψυχή» που γράφει και ο Ρεμπώ στην τελευταία φράση του ποιήματος «Μια εποχή στην κόλαση».
Η Αλεξάνδρα ζούσε πολλά χρόνια σε μια μικρή μονοκατοικία με μια μικρή αυλή σε μια πολύ ήσυχη γειτονιά ακριβώς απέναντι από τον φράχτη του Λοιμωδών. Μέσα από τη μεριά του φράχτη, τα δέντρα προσπαθούσαν να κρύψουν εκείνα τα κτίρια. «Εκείνα» τα κτίρια που «φιλοξενούσαν» για πολλά χρόνια τα ανθρώπινα απομεινάρια, τους λεπρούς της Σπιναλόγκας. Μια περίφρακτη υποκρισία όσων βρίσκονταν εκτός του συγκροτήματος. Και μια Αλεξάνδρα που, στις παρυφές αυτής της γενικευμένης κοινωνικής υποκρισίας, οργάνωνε την υπονόμευση της μισανθρωπίας σε κάθε μορφή. Η επιλογή της να γίνει δασκάλα ειδικής αγωγής μήπως δεν είχε να κάνει με την απόπειρα να δημιουργήσει αναχώματα στην θεσμισμένη μισανθρωπία απέναντι στα ίδια θύματα της κανονικότητας αυτού του παρηκμασμένου πολιτισμού;
Τη γνωρίσαμε στην κατάληψη Σινιάλο, στην οποία εμφανίστηκε σχεδόν από τις απαρχές της. Από το καλοκαίρι του 2010. Η αμοιβαία αμηχανία είχε κάτι το γοητευτικό ως εμπειρία, καθώς η Αλεξάνδρα ήταν δασκάλα «καλλιτεχνικών» σε μερικά από τα μέλη της κατάληψης όταν αυτά πήγαιναν στο δημοτικό σχολείο. Της θύμισαν ότι τους μάθαινε ινδιάνικα τραγούδια…
Η Αλεξάνδρα συμμετείχε στις συνελεύσεις της κατάληψης, αλλά δεν εξαντλούσε τις ασκήσεις ανυπακοής σε ένα πεδίο. Συμμετείχε στις συνδικαλιστικές κινήσεις των εκπαιδευτικών που βρέθηκαν στο στόχαστρο με την είσοδο στην εποχή των μνημονίων. Συμμετείχε στην Λαϊκή Συνέλευση Αιγάλεω μέχρι την διάλυσή της στις σοσιαλδημοκρατικές αυταπάτες. Συμμετείχε στον αγώνα υπεράσπισης του άλσους του Μπαρουτάδικου όταν όλες οι διαδοχικές δημοτικές αρχές, δεξιές κι αριστερές, επιχείρησαν να τσιμεντοποιήσουν μέρος του για… «κοινωφελείς σκοπούς». Κι όλα αυτά με φόντο την ασταμάτητη φροντίδα της σε ανθρώπους και περιεχόμενα, σε αγωνίες και απελευθερωτικές αντιλήψεις, ως αδιαπραγμάτευτη αξιακή δραστηριότητα σε όλο το φάσμα της καθημερινής ζωής.
Η παραίτησή της από το Δημόσιο ήταν μια δύσκολη απόφαση για έναν άνθρωπο με προϋπηρεσία αλλά μακριά από την συνταξιοδότηση και μέσα σε ένα πολύ επιθετικό κοινωνικό πλαίσιο εργασιακών σχέσεων. Ήταν, ωστόσο, εκ των ων ουκ άνευ για να μπορέσει να σταθεί στον αντίποδα των διοικητικών απειλών, των αναφορών, ως αποτελέσματα των αποπειρών της για απονομιμοποίηση του θεσμικού βασανισμού –στην ουσία– των παιδιών με αναπηρία που έπεφταν επιπλέον θύματα των διαρκών περικοπών στα δημόσια σχολεία.
Η Κρήτη ήταν μονόδρομος για τη Αλεξάνδρα. Έπρεπε να ενεργοποιηθούν τα ψυχικά και υλικά σημεία αναφοράς της καταγωγής. Η επιβίωση με νέους όρους διέστειλε τις αντοχές της ορίζοντας προοπτικές και δοκιμάζοντας δυνάμεις. Και κάπου εκεί η καθημερινή αναζωογονητική μας τριβή έχασε τη δυναμική της. Η φυσική απόσταση έδειχνε τα δόντια της. Η Αλεξάνδρα έμεινε στην κατάληψη Ρόζα Νέρα κι αυτό ήταν μέσα στις αυτονόητες προσλήψεις μας γι’ αυτήν και τις επιλογές της. Η επαγγελματική ενασχόλησή της με ομάδες δραματοθεραπείας εξαρτημένων ατόμων ήταν επίσης μια ευθύγραμμη επιλογή για επιβίωση με παροχή αρωγής χωρίς τα βαρίδια της κρατικής τοξικότητας. Η επαφή μας δεν χάθηκε. Αραίωσε. Και ο χρόνος διατηρούσε ζεστή την φιλική και συντροφική μας σχέση που ανανεωνόταν όταν επισκεπτόταν την πρωτεύουσα και άνοιγε έστω και για λίγο τη μονοκατοικία και την μικρή της αυλή. Τότε τρέχαμε να κερδίσουμε χρόνο.
Όταν αρρώστησε ήμασταν μακριά. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Μαθαίναμε για τη δύναμη και την αποφασιστικότητά της απέναντι στο ενδεχόμενο του θανάτου και καταλάβαμε ότι η ίδια επεξεργαζόταν ένα τέτοιο ενδεχόμενο όταν ακόμη για εμάς ήταν παντελώς αδιανόητο.
Ήρθε στην Αθήνα για λίγο. Εγχειρήσεις. Αγωγή. Στην κατάληψή Σινιάλο είχε συνέλευση η πρωτοβουλία για την ολική άρνηση στράτευσης όταν εμφανίστηκε για να «πει ένα γειά». Η αγκαλιά της ήταν τόσο σφιχτή, τόσο σιωπηλή, τόσο επίμονη, τόσο ζεστή, λες και ήθελε να πάρει μακριά κάθε ίχνος λύπης και να αφήσει ολοκάθαρη την αγάπη.
Για όσα ζήσαμε. Για όσα δεν ζήσαμε.
Γαμημένο σύμπαν. Όλα τα άλλα είναι, μάλλον, δική του υπόθεση.
Κώστας Γ. | Γιάννης Δ.
Μάρτιος 2024