Ανάμεσα σε δύο παρατημένες μαούνες, ο Τζίμης, ζεί ήδη δέκα χρόνια. Όταν βρέχει, κρύβεται κάτω απ’τα σκουριασμένα ύφαλα. Έχει δύο γιούς και συναντιέται κάποιες φορές σαββατόβραδο και πηγαίνουν στο Καβούρι. Οι γιοί του, του φωνάζουν για την “κατάντια” του. Υποθέτω πως απλά, αυτός σκύβει το κεφάλι. Πλένεται με θαλασσινό νερό και τρώει τα ψάρια που πιάνει εκεί, στην άκρη της προβλήτας, στις εκβολές του Κηφισού. Όταν πρότεινα να του δώσω δύο Ευρώ που είχα στην τσέπη πρόχειρα, αυτός έδειξε να ξαφνιάζεται, σαν να είχε ξεχάσει ότι πολλά συμβαίνουν με ενδιάμεσο το χρήμα. Μου είπε πως σπάνια χρησιμοποιεί λεφτά πλέον κι έτσι μου δικαιολόγησε το ξαφνιασμα του. Ο Τζίμης δεν αγοράζει πλέον πράγματα. Δεν μπορεί αλλά και δε θέλει. Όταν έφτασα στο κρυμμένο σημείο του, πρώτα είδα να προβάλλει μια άσπρη γάτα και μετά τον είδα καθισμένο σ ένα αυτοσχέδιο κρεβάτι, να ψιθυρίζει κάτι προς την πρυμνη του γερικου σκάφους, ένα μέτρο μπροστά του. Σκουντηξα μια πετρούλα για να Μ ακούσει και να με δει. Μιλήσαμε λίγη ώρα. Είχα άσχημη διάθεση. Η κουβέντα, λίγο με μαλάκωσε…
Γ. Mισουρίδης, fb