[κατάληψη Σινιάλο] Ακολουθεί αντιεκλογικό κείμενο


Βρισκόμαστε ήδη στην κορύφωση της προεκλογικής περιόδου και το πολιτικό παιχνίδι των εντυπώσεων μοιάζει ίδια και απαράλλαχτα βαρετό μέσα στα χρόνια. Υπάρχουν, βέβαια, μερικά πράγματα που έχουν αλλάξει αλλά αφορούν περισσότερο ζητήματα χρήσης των μέσων μαζικής επικοινωνίας παρά την ίδια την ουσία της «δημοκρατίας». Το 1968 λέγανε ότι «η διαφήμιση είναι πολιτική» (τα πάντα ήταν τότε πολιτική) και σήμερα λέμε: «η πολιτική είναι διαφήμιση».

Μιλάμε, βέβαια, για εκείνη την ουσία της «δημοκρατίας» που δεν έχει, σχεδόν από καταβολής του αστικού κράτους, ούτως ή άλλως, καμία σχέση με τις εξιδανικευμένες αναφορές του αρχαίου μας παρελθόντος. Γνωρίζουμε, ωστόσο, ότι ακόμη και σε κείνες τις εξιδανικευμένες αναφορές μέσα στην ανθρώπινη ιστορία η έννοια της ισονομίας υπονομευόταν από την δύναμη των ισχυρών, η ανισότητα στην εκμετάλλευση ήταν δεδομένη και οι κοινωνικοί αποκλεισμοί ήταν πάντα ιστορικά παρόντες με διάφορες μορφές. Στις μέρες μας, όμως, μιλάμε για μια «δημοκρατία» όπου η έννοια  ακόμη και της στοιχειώδους ελεύθερης επιλογής για την πολιτική διαχείριση είναι απούσα.

Γενικευμένη άγνοια για την λειτουργία του καθεστώτος, επιτηδευμένος αποπροσανατολισμός από τα ιστορικά δεδομένα, διαρκείς και πολλαπλοί εκβιασμοί από την λεγόμενη real politik, εμπόριο ελπίδων και υποσχέσεων, κατοχυρωμένη ασυδοσία και οργανωμένη ασυλία από την καταστρατήγηση των προεκλογικών δεσμεύσεων, με την υπεράσπιση των προσωπικών συμφερόντων να θεωρείται αρετή, την εξατομίκευση πλεονέκτημα και την εξαπάτηση πολιτική μαγκιά.

Θα λέγαμε ότι αυτή η κατάσταση δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου μιας αλλοτριωμένης κοινωνίας. Ότι όλα αυτά αποτελούν την αντανάκλαση αυτών που συνιστούν πια την ίδια την κοινωνική συνείδηση. Ή μάλλον των ατομικών συμφερόντων που, ενώ συγκρούονται στον καθημερινό κοινωνικό ανταγωνισμό, υποτάσσονται σε ιδεολογίες (ψευδείς συνειδήσεις) για να καταλήξουν, εντέλει, στον πολιτικό οπαδισμό φενακισμένων ομαδοποιήσεων.

«Ταξική πάλη υπάρχει και χωρίς ταξική συνείδηση» είχε γράψει ο Μαρξ, αλλά η αλήθεια είναι ότι οι σύγχρονες κοινωνικές ομαδοποιήσεις έχουν συγκροτηθεί με μια τέτοια ποιότητα συλλογικοποίησης, όπου η συντριπτική πλειονότητα της κοινωνίας επιτίθεται στα ίδια της τα ταξικά συμφέροντα. Διαπιστώνοντας ότι η μόνη συνειδητή τάξη είναι η κυρίαρχη.

Έτσι, ενώ η διαφθορά και η εξαπάτηση είναι εδώ και καιρό κοινωνικά δεδομένη για τον κόσμο της κεντρικής -αλλά και της περιφερειακής- πολιτικής εξουσίας, τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει αυτήν την πραγματικότητα. Κι αυτό, γιατί η ίδια η εξουσία έχει εγκλωβίσει την κοινωνική συνείδηση στο γεγονός ότι αυτό αποτελεί την μόνη υπαρκτή και εφικτή εκδοχή διακυβέρνησης. Δεν υπάρχει άλλο σύστημα που να λειτουργεί πέρα από τον καπιταλισμό στην οικονομία και την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία στην πολιτική. Ο κυνισμός αυτής της παραδοχής επιδιώκει διαρκώς να συνδέσει τον κόσμο της εξουσίας με τον κόσμο των κυβερνώμενων μέσα από την γενικευμένη κοινωνική νομιμοποίηση του κανιβαλιστικού δόγματος «η ζωή σου, ζωή μου».

Το πανηγύρι των εκλογών δεν είναι παρά μια διαδικασία ολοκλήρωσης ενός μεγάλου «πάρε δώσε» μεταξύ ομάδων μεγάλων και μικρών συμφερόντων, πολιτικών υπαλλήλων, κομματικών επιτρόπων και μιας κοινωνίας που, καθοδηγούμενη αυτή τη φορά να αλλάξει ρόλο στο πλαίσιο των εκάστοτε ασκήσεων αλλοτρίωσης, εκπίπτει σε «μάζα» ψηφοφόρων.

Πιστεύουμε ότι η «δημοκρατία» δεν υπήρξε ποτέ στην ιστορία. Αποτελούσε ανέκαθεν περισσότερο μια κατεύθυνση διαδικασίας πολιτικής και κοινωνικής πραγμάτωσης παρά γεγονός αυτό καθαυτό. Ήταν και είναι το τελευταίο προπύργιο της εκάστοτε θεσμισμένης  εξουσίας προκειμένου να χειραγωγεί και να εγκλωβίζει τους εξουσιαζόμενους μέσα σε έναν χυλό προσχημάτων υποτιθέμενης ισονομίας και κοινωνικής δικαιοσύνης. Ανεξάρτητα από τον επιθετικό προσδιορισμό που θα προσλάβει.

Έτσι, πέρα από την σημερινή αστική κοινοβουλευτική της μορφή, έχει εμφανιστεί και τον περασμένο αιώνα ως «λαϊκή δημοκρατία». Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας μορφής είναι το γεγονός ότι στις εκλογές της Λαϊκής Δημοκρατίας της Ανατολικής Γερμανίας το 1989, λίγους μόλις μήνες πριν από την πτώση του τείχους του Βερολίνου, το Κομμουνιστικό Κόμμα υπό τον Χόνεκερ είχε πάρει 99,5%!

Στην ακραία εκδοχή και προκειμένου να εγκλωβιστεί η κοινωνική ριζοσπαστικότητα και η όποια διατυπωμένη απόπειρα αυτοθέσμισης συναντάμε την επίκληση της «άμεσης δημοκρατίας». Πρόκειται για έναν όρο που, εξαντλώντας την θετική πρόσληψη της έννοιας της αμεσότητας,  θέλει να συγγενέψει μέσα σε μια γενική ασάφεια με την αναρχική, αντιεξουσιαστική και ελευθεριακή πρόταση για την κοινωνική οργάνωση. Ενσωματώνοντάς την, εντέλει, σε μια διευρυμένη δημο”κρατική” αντίληψη που δεν διαπραγματεύεται, ωστόσο εν τοις όροις, την αναγκαιότητα της κρατικής συγκρότησης.

Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει πολύ υλικό μέσα σε αυτό το προεκλογικό ιδεολογικό εμπόριο για να ασχοληθούμε με την αποδόμηση των επιμέρους ρητορειών, των εξαπατήσεων, των κραυγαλέων αντιφάσεων, των επιτηδευμένων ασαφειών από μεριάς των διεκδικητών της κεντρικής πολιτικής διαχείρισης. Επιλέγουμε, ωστόσο, να τοποθετηθούμε πάνω στην ίδια την αυταπάτη της αστικής δημοκρατίας για να ακυρώσουμε την αναγκαιότητα της όποιας πολιτικής διαμεσολάβησης. Μια αυταπάτη που περιφέρει τα ιδεολογικά της κουρέλια ενδεδυμένα με ακριβά κουστούμια επιλεγμένα από εντεταλμένους ενδυματολόγους.

Από την άλλη μεριά, μια αποχή από το εκλογικό πανηγύρι δεν έχει πολιτική αυταξία. Χωρίς τον αγώνα για την αποδόμηση των «δημοκρατικών» προσχημάτων, την απελευθερωτική αυτοοργάνωση, την επιβεβαίωση της ανάγκης για κοινότητες αγώνα, τον πόλεμο ενάντια στην εξατομίκευση, την καταστροφή αυτού του παρηκμασμένου κόσμου της εξουσίας, όλα θα αλλάζουν με σκοπό να μένουν απολύτως ίδια. Γιατί αυτοί που θα τα αλλάζουν θα είναι οι κυρίαρχοι…


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *