Η Σαντρά, νεαρή σύζυγος και μητέρα, που εργάζεται σ’ ένα εργοστάσιο σε μια μικρή πόλη του Βελγίου κι έλειψε για μερικούς μήνες από της δουλειά της με αναρρωτική άδεια λόγω ψυχολογικών προβλημάτων (κατάθλιψης).
Στη διάρκεια την απουσία της ανατίθεται από την εργοδοσία στους συναδέλφους της να καλύπτουν τη βάρδια της με μικρές υπερωρίες, παίρνοντας σαν ανταμοιβή ένα χρηματικό μπόνους.
Όταν έρχεται η ώρα να επιστρέψει στη δουλειά της μαθαίνει, μια Παρασκευή βράδυ, ύστερα από τηλεφώνημα φίλης της, ότι το αφεντικό έχει προτείνει στους/στις συναδέλφους της να αποφασίσουν αν επιθυμούν η Σαντρά να επιστρέψει στη δουλειά και έτσι να τους αφαιρεθεί το μπόνους που έπαιρναν στη διάρκεια και εξαιτίας της απουσίας της, ή να δεχτούν να απολυθεί ώστε να διατηρήσουν το μπόνους.
Μια πρώτη διερευνητική ψηφοφορία μεταξύ των 16 συναδέλφων της δεν είναι θετική για τη Σαντρά. Απομένει η δεύτερη, τελική και μυστική ψηφοφορία, το πρωί της Δευτέρας, η οποία μπορεί ν΄ αλλάξει το αποτέλεσμα. Μάλιστα, ύστερα από την πρώτη ψηφοφορία το αφεντικό καλεί στο γραφείο του τη Σαντρά και της προτείνει να την κρατήσει, αν απολύσει έναν συνάδελφό της που ήταν με σύμβαση, ο οποίος, μάλιστα, είχε ψηφίσει υπέρ της. Η Σαντρά το αρνείται και αποχωρεί.
Έχει στη διάθεσή της μόνο δυο μέρες και μια νύχτα για να πείσει τους 16 συναδέλφους της να αλλάξουν γνώμη και να αποποιηθούν το μπόνους, όρο που έχει θέσει η εργοδοσία ώστε να μη χάσει τη δουλειά της εκείνη.
Αρκετά διστακτική και φοβισμένη στην αρχή, πείθεται τελικά, με τη βοήθεια του συζύγου της Μανού, και αποφασίζει να πάει στα σπίτια όλων των συναδέλφων της για να τους μεταπείσει ώστε να ψηφίσουν υπέρ της στην καταληκτική ψηφοφορία. Κάποιοι θα την υποστηρίξουν, κάποιοι άλλοι όχι.
Είναι σαφές ότι το πρόβλημα έχει μετατεθεί, από την εργοδοσία, από τους «επάνω» στους «από κάτω», οι οποίοι ζώντας μέσα στις συνθήκες κοινωνικής αποσάρθρωσης και βιώνοντας την αποσυλλογικοποίηση και την εξατομίκευση, διασπασμένοι και φοβισμένοι, δυσκολεύονται εξαιρετικά να το αντιμετωπίσουν συλλογικά, στη λογική της κοινωνικής και συναδελφικής αλληλεγγύης, μετρώντας, κάποιοι και κάποιες, σαν πιο σημαντικό το ατομικό συμφέρον, ακόμα και όταν αυτό είναι συνυφαίνεται με τον εξοστρακισμό του άλλου.
Αλλά, και γι΄ αυτό μιλάει το τέλος της ταινίας, η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία.