Πόσο περισσότερο προβλεπόμενη μπορεί να είναι η καταστολή μιας κατάληψης μεσούντος του καλοκαιριού; Θες ότι το κράτος βρίσκει μια ευκαιρία εκμετάλλευσης της κοινωνικής αγρανάπαυσης για να χτυπήσει κινηματικές υποδομές; Θες ότι όλο και κάποιος πολιτικός αποπροσανατολισμός θα κρίνεται απαραίτητος από την εκάστοτε κυβέρνηση προς την κοινωνία ως κίνηση αντιπερισπασμού; Θες ότι πρέπει να χαϊδευτεί ο συντηρητισμός ενός μεγάλου μέρους του εκλογικού σώματος εν όψει του μεγάλου πανηγυριού της πολιτικής αντιπροσώπευσης; Θες ότι μια επίδειξη ισχύος της ποικιλίας των όπλων του κράτους πάντα είναι θεμιτή για να μην ξεχνά ο εχθρός που βρίσκεται; Θες ότι όλο και κάποιος τοπικός άρχοντας βρίσκει την ευκαιρία να πυροδοτήσει μια κεντρική απόφαση καταστολής ενός ανεπιθύμητου και ενοχλητικού -για τα όποια συμφέροντά του- εγχειρήματος στην πόλη του; Είναι πολλά τα θέλω της κυριαρχίας.
Και έχει σημασία πάντα, βέβαια, να έχει γίνει μια σωστή εκτίμηση της συγκυρίας -εκ των προτέρων θα ήταν προτιμότερο- από τα εγχειρήματα των καταλήψεων για τα εκάστοτε “θέλω” της κατασταλτικής στρατηγικής. Αυτο αναμφίβολα θα προσέφερε μια ευκαιρία αποτροπής αφενός και αφετέρου ένα κατάλληλο σχέδιο για μια αποτελεσματική πολιτική και κοινωνική απάντηση στην καταστολή.
Η αποτροπή μια κρατικής απόφασης είναι πολύ μεγάλο πράγμα. Θυμίζει την “τέχνη του πολέμου” του Σουν Ζου, που δυόμιση χιλιάδες χρόνια πριν συμβούλευε για την σοφή εκείνη νίκη που κερδίζεται χωρίς να δοθεί μάχη. Τί συνιστά για μια κατάληψη αποτροπή ενδεχόμενης καταστολής της; Ενδυνάμωση της εσωτερικής συνοχής, επίταση της πολιτικής και κοινωνικής δράσης, αποδόμηση της κυρίαρχης επιχειρηματολογίας και ανάδειξη της δομικής της “ανομίας”, κατάδειξη των συμφερόντων που εξυπηρετούνται με την καταστολή ως ιδιοτελή αντικοινωνική επιθετικότητα, επικοινωνιακή και φυσική θωράκιση της επιχειρησιακής αποφασιστικότητας. Γιατί η βούληση του κράτους είναι να χτυπά απελευθερωτικά εγχειρήματα όταν, πέραν των ιδίων αδιάλειπτων, εμφανών ή μη, ενεργειών σπίλωσης, αποδόμησης και αποδυνάμωσης των εγχειρημάτων στο κοινωνικό πεδίο, αυτά από μόνα τους να βρίσκονται σε περίοδο εσωτερικής αναδιάρθρωσης ίσως και αποσύνθεσης, σε περίοδο πολιτικής ύφεσης λόγου και δράσης, με απόρροια έναν κοινωνικό απομονωτισμό του εγχειρήματος.
Μετά την καταστολή μιας κατάληψης δεν υπάρχει καμία άλλη ουσιαστική απάντηση πέρα από την συνέχιση της υπεράσπισης των απελευθερωτικών διακυβευμάτων. Η ανακατάληψη στις μέρες μας είναι πια ενσωματωμένη στην ίδια την κατασταλτική στρατηγική ως απαντητικό κινηματικό ενδεχόμενο. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ανακατάληψη (ή κατάληψη ενός άλλου χώρου από την ίδια συλλογικότητα) δεν αποτελεί ένα πρώτο απαντητικό κινηματικό μέτρο. Όσο κι αν ισχυριζόμαστε ότι “τα ντουβάρια δεν παίζουν ρόλο” και ότι οι σχέσεις που στεγάζονται είναι αυτές που εμψυχώνουν τα προτάγματα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι σχέσεις αυτές έχουν δομηθεί πάνω στην διαχείριση μιας συγκεκριμένης υλικότητας, η οποία όταν αφαιρείται πυροδοτεί αναπόφευκτα και μια οργανωτική μετάλλαξη της συλλογικότητας.
Και μετά από ενδεχόμενη αδυναμία ανακατάληψης ή καινούργιας κατάληψης, η οργανωτική αυτή μετάλλαξη (ποιές και ποιοί είμαστε μέσα στη νέα αυτή συνθήκη, ποιές οι στοχεύσεις μας και πώς θα τις πραγματώσουμε) γίνεται καθοριστικός παράγοντας της όποιας συνέχειας. Πριν όμως από τη νέα υπαρξιακή συνθήκη των καταληψιών μεσολαβούν οι άμεσες κινηματικές απαντήσεις. Και σε αυτό το σημείο έχει πολλή μεγάλη σημασία η εσωτερική συνοχή της συνέλευσης της κατάληψης γιατί αυτή είναι που θα επιλέξει τον τρόπο με τον οποίο θα συνδεθεί με το εναντιωματικό αλληλέγγυο κίνημα, που θα προτείνει ένα αρχικό απαντητικό πλαίσιο συμβατό με τις πολιτικές και κοινωνικές της σχέσεις, που θα εντάξει το σχέδιο αυτό στην όποια δική της -κινηματική ή μη- συνέχεια.
Με δεδομένη την σημερινή συνθήκη, ας θεωρήσουμε ότι ο μηχανισμός καταστολής έχει εξελιχθεί ενσωματώνοντας την σχετική ιστορική πείρα και έχει διευρύνει την στρατηγική του, έτσι ώστε να προβλέπει τις όποιες απαντήσεις και να είναι στημένος ώστε να τις αποτρέψει. Αυτό σημαίνει ότι η συλλογική ευφυία πρέπει να προσπεράσει την ευελιξία του κατασταλτικού μηχανισμού, να διαβάσει τις έως τώρα κατασταλτικές κινήσεις και να απαντήσει σε νέα πεδία που αφενός δεν έχουν προβλεφθεί και αφετέρου δεν θα υπολείπονται σε πολιτικό και κοινωνικό κόστος για τους κυριαρχικούς σχεδιασμούς. Τα νέα αυτά πεδία αφορούν τις δυνάμεις και τις προοπτικές του εκάστοτε εγχειρήματος γι’ αυτό και δεν μπορούν παρά να αναφέρονται σε μια γενικότητα. Είναι ένα σκεπτικό, μια κατεύθυνση, ένας προσανατολισμός.