[κατάληψη Ζιζάνια] Για την κατάσταση στη Φυλής/Φερών τους τελευταίους μήνες


Σκέψεις, εμπειρίες και ερωτήματα για την εργαλειοποίηση χρηστών ναρκωτικών από τους μπάτσους, για την τοξικοφοβία και για τους κατειλημμένους χώρους

Εδώ και πολλά χρόνια στην περιοχή της Βικτώριας, υπάρχουν στο δρόμο ‘πιάτσες’ χρηστών και διακινητών σκληρών ναρκωτικών, που ελέγχονται από την αστυνομία, η οποία καλλιεργεί δεσμούς με μικρούς και μεγάλους διακινητές. Η πιάτσα χαρακτηρίζεται από την στεγαστική επισφάλεια, από την κρατική, φυλετική και έμφυλη βία και την έλλειψη πρόσβασης σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Η χρήση σκληρών ναρκωτικών στη Βικτώρια είναι μία πραγματικότητα με την οποία είχαμε έρθει σε επαφή και ήταν θέμα συζήτησής πριν το άνοιγμα των Ζιζανίων. Είναι μία πραγματικότητα που αντιλαμβανόμαστε ως ένα συστημικό και ενδημικό κοινωνικό ζήτημα που δημιουργείται από την τωρινή κοινωνία, που κανένας θεσμός ή αυτό-οργανωμένο εγχείρημά δεν έχει καταφέρει να δώσει λύσεις. Η στάση μας από την αρχή ήταν να την αναγνωρίσουμε ως μια συνθήκη με την οποία θα ζούμε, χωρίς να προσποιούμαστε ότι θα καταφέρουμε να δώσουμε λύσεις και χωρίς να τοποθετούμαστε ως σωτήρες. Τους πρώτους μήνες των Ζιζανίων, παρεμβαίναμε σε περιπτώσεις παρενόχλησης στο δρόμο από μπάτσους και γείτονες, είτε ιδιοκτήτες, ενοικιαστές ή άστεγους. Παρόλο που δεν ήταν κεντρικό θέμα της γενικής μας συνέλευσης, μία ομάδα είχε σχηματιστεί μέσα στην κατάληψη με βασική θεματική τον εθισμό και την αυτό-οργάνωση ως εργαλείο για την συλλογική αντιμετώπιση του εθισμού.

Το Νοέμβριο του 2021, τέσσερις γνωστοί σε μας Διάδες που τραμπούκιζαν την κατάληψη, μετακίνησαν με την βία τους ανθρώπους της πιάτσας ακριβώς μπροστά από την πόρτα μας. Αυτή είναι γνωστή τακτική του κράτους, ώστε να δικαιολογήσει την συνεχή παρουσία μπάτσων γύρω από καταλήψεις, να μας επιτηρεί από ακόμα πιο κοντά και να στρέψει τη γειτονία εναντίον μας, συνδέοντάς μας με ένα άλλο είδος εγκληματικότητας -ένα που δεν ήταν ποτέ κοινωνικά αποδεκτό- και τελικά να κάνει την κατάληψη να φαίνεται απρόσιτη, εχθρική και απομονωμένη από την υπόλοιπη γειτονιά και αρκετά αδύναμη ώστε να εκκενωθεί. Αυτή η τακτική επιτρέπει στην αστυνομία να ελέγχει καλύτερα την πιάτσα, εγκαθιστώντας την σε ένα σταθερό μέρος που θα τους διευκολύνει να επιτηρούν τους ανθρώπους, να επικοινωνούν με τους ρουφίανους τους και να αποφέρουν περισσότερα κέρδη από τη διακίνηση ναρκωτικών. Επίσης με αυτόν τον τρόπο μειώνεται ο αριθμός των καταγγελιών που δέχονται από γείτονες και μετατίθεται η ευθύνη στην κατάληψη, λέγοντας στους γείτονες ότι “οι καταληψίες προστατεύουν την πιάτσα και εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι’ αυτό”.

Όταν αυτή η πραγματικότητα ήρθε να μας χτυπήσει την πόρτα, έπρεπε να ξεκινήσουμε τις συζητήσεις μας από το μηδέν, καθώς ξαφνικά βρεθήκαμε άμεσα αντιμέτωπες και συνδεθήκαμε με αυτήν την συνθήκη με τρόπους που δεν είχαμε στο παρελθόν. Στην αρχή τέθηκαν πολλές διαφορετικές απόψεις σχετικά με τον θεμιτό για μας τρόπο αλληλεπίδρασης με τους ανθρώπους που ζούσαν ακριβώς έξω από την κατάληψη και τη γενική κατάσταση που επικρατούσε. Σε αυτήν την αρχική φάση κάποια από μας θέλησαν να δώσουν προτεραιότητα στην κατάληψη και την άμυνά της, να μην επιτρέψουν την πώληση ναρκωτικών στην πόρτα μας και να διατηρήσουν το κτήριο προσβάσιμο. Άλλα άτομα θέλησαν να επικεντρωθούν πιο πολύ στη δημιουργία σχέσεων με τους χρήστες ναρκωτικών, σε αντίθεση με τις πρακτικές της αστυνομίας και των μικροαστών, που απλώς μετακινούν την πιάτσα όπου τους βολεύει. Τα πρώτα μας βήματα ήταν να μορφώσουμε τα εαυτά μας και να βρούμε εργαλεία διαχείρισης της κατάστασης, μιλώντας με άτομα με πολιτική και πρακτική εμπειρία πάνω στη χρήση ναρκωτικών. Προσκαλέσαμε συντρόφια από την κατάληψη της Βανκούβερ για να μοιραστούν τις εμπειρίες τους και ήρθαμε σε επαφή με ομάδες που δραστηριοποιούνται πάνω στη μείωση βλάβης και στην απεξάρτηση. Στις συζητήσεις μας λάβαμε υπόψη διάφορες πρόσφατες καταστάσεις όπου ομάδες του α/α χώρου ασχολήθηκαν με το θέμα των ναρκωτικών και προσπαθήσαμε να βγάλουμε τα δικά μας συμπεράσματα, τόσο για να προετοιμαστούμε για το τι θα μπορούσε να συμβεί στην κατάληψη, όσο και για να προσδιορίσουμε τι συμπεριφορές και ρητορικές θέλαμε να αποφύγουμε να αναπαραγάγουμε. Μας ήταν ξεκάθαρο από την αρχή ότι δεν θα δράσουμε σαν ιδιοκτήτες που προστατεύουν τα συμφέροντά τους, ούτε θα κατευθύναμε τη βία και το θυμό μας προς λάθος στόχους – ανθρώπους στη διασταύρωση πολλών καταπιέσεων και στο χαμηλότερο σκαλί της κοινωνικής ιεραρχίας.

Από αυτούς τους πρώτους κύκλους συζητήσεων, καταλήξαμε ότι θα δώσουμε προτεραιότητα στη συνύπαρξη και τη δημιουργία σχέσεων με τους ανθρώπους που μένουν στο δρόμου αντί να τους απωθήσουμε. Η προσέγγιση που επιλέξαμε ήταν να μην αναλύσουμε την πιάτσα ως μια ομοιογενή ομάδα, και να προσπαθήσουμε να γνωρίσουμε το κάθε άτομο σε ατομικό επίπεδο. Έτσι καταφέραμε να αναγνωρίσουμε την πιάτσα ως μια κοινότητα, με ρόλους και ιεραρχίες, εσωτερική υποστήριξη, συγκρούσεις και ατομικές και συλλογικές ανάγκες. Είχαμε και εξακολουθούμε να έχουμε δυσκολίες στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουμε την πώληση ναρκωτικών, κατά βάση επειδή στην προκειμένη κατάσταση είναι δύσκολο, αν όχι άσκοπο, να ξεχωρίσουμε τους χρήστες από τους διακινητές. Οι άνθρωποι στην πιάτσα αποτελούν ένα φάσμα από απλούς χρήστες, ανθρώπους που περιστασιακά πωλούν για να χρηματοδοτήσουν τη δική τους χρήση, και από ανθρώπους που αποκομίζουν πραγματικό κέρδος και έχουν σχέσεις με μεγαλύτερους διακινητές και αστυνομικούς, οι οποίοι είναι οι πιο προβληματικοί και προστατευμένοι. Πιστεύουμε ότι ένα από τα κύρια μειονεκτήματα της όλης προσέγγισής μας ήταν να είμαστε επιεικείς με τους ανθρώπους που ταιριάζουν σε αυτό το προφίλ και να τους αφήνουμε να λειτουργούν την επιχείρησή τους ακριβώς μπροστά από το κτιριό μας. Αυτό παραμένει ένα άλυτο ζήτημα στο οποίο θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε σε περισσότερο βάθος αργότερα στο κείμενο. Παρά αυτή, και όποιες άλλες εντάσεις και προβλήματα που δημιουργήθηκαν εσωτερικά της κατάληψης ή με ορισμένα άτομα στην πιάτσα, εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι η συνύπαρξη με τους υπόλοιπους ανθρώπους του δρόμου είναι η καλύτερη απόφαση που θα μπορούσαμε να έχουμε πάρει.

Το επόμενο βήμα μας ήταν να απομυθοποιήσουμε τα ψέμματα των μπάτσων, δηλαδή ότι εμείς ενθαρρύνουμε τη χρήση ναρκωτικών προσκαλώντας και περιθάλπτωντας τις χρήστριες/τους χρήστες. Αρχίσαμε κουβέντα με κόσμο που έμενε κοντά στην κατάληψη μοιράζοντας ένα κείμενο που εξηγούσε τις θέσεις μας. Σε αυτό το σημείο, πολλές γειτόνισσες και γείτονες ήταν ανοιχτές να μας ακούσουν και να μας καταλάβουν, όμως πάντα υπήρχε η ρητορική ότι υπήρχε ένα πρόβλημα που έχριζε λύσης. Αυτό μας ώθησε να προσπαθήσουμε να διατυπώσουμε ποιά ήταν τα προβλήματα με πιο πρακτικούς όρους: για εμάς, ήταν η προσβασιμότητα στο κτίριο, η συνεχής παρουσία μπάτσων, η απορρόφηση της ενέργειας μας και τα επίπεδα βίας που δημιουργούσε η συνθήκη. Οι στεγασμένοι γείτονες/ γειτόνισσες, έθεταν ότι ένιωθαν ανασφαλείς, ότι δεν μπορούσαν να κοιμηθούν τα βράδια και ότι ο δρόμος ήταν βρώμικος. Για τον κόσμο του δρόμου, τα προβλήματα ήταν (και είναι) ο κοινωνικός αποκλεισμός, η στεγαστική επισφάλεια, η έλλειψη πρόσβασης σε είδη πρώτης ανάγκης, η εμπειρία της βίας όπου και να πηγαίνουν, ό,τι και να κάνουν…Έτσι βρεθήκαμε να σκεφτόμαστε περισσότερο για το τι εννοούμε με τους όρους τοξικοφοβία/ μη-τοξικοφοβία, ποιών τις ανάγκες θέτουμε ως προτεραιότητα, τι είναι ανεκτό και τι όχι και ποιό πρέπει να ανέχεται τι, με ποιά και πώς ακριβώς μπορούμε να συνυπάρχουμε. Αυτές οι ερωτήσεις συχνά είχαν πρακτικές απαντήσεις, όπως όταν για παράδειγμα απομακρύναμε από το δρόμο άτομο γνωστό για ακραία παραβιαστικές και σεξιστικές συμπεριφορές. Αλλά πολλές από αυτές τις ερωτήσεις γύρω από τη συνύπαρξη παρέμειναν ως ανοιχτά ερωτήματα.

Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, ο αριθμός των ατόμων έξω στο δρόμο μεγάλωνε και πιο πολύς κόσμος κοιμόταν στο κρύο και τις μέρες με χίονι αντιμετωπίσαμε παραπάνω δυσκολίες όπως συχνοί τσακωμοί και βία μεταξύ των χρηστών αλλά και με τους στεγασμένους γείτονες, όπως και χαμηλή προσέλευση στις εκδηλώσεις μας και μειωμένα από εμάς επίπεδα ενέργειας. Αρχίσαμε ακόμα να βλέπουμε πιο καθαρά τη συνεργασία των μπάτσων με τους διακινητές, με το να τους σπρώχνουν ακριβώς στην πόρτα μας, μπάτσους να τους κάνουν ελέγχους και αφού τους βρουν ναρκωτικά να τα γυρίζουν πίσω σε αυτούς και να ζητάνε συγκεκριμένα από αυτούς να εισβάλλουν τα βράδια στην κατάληψη. Όπως κάναμε και μέχρι τότε, η απάντηση μας ήταν η προσπάθεια να χτίσουμε επικοινωνία με τα άτομα του δρόμου, να παρέχουμε όποτε μπορούσαμε βασική υλική υποστήριξη (φαγητό, νερό, κουβέρτες), να καθαρίζουμε το δρόμο μαζί τους, να επικοινωνούμε με ομάδες μείωσης βλάβης και γιατρούς του δρόμου, να επεμβαίνουμε και να αποκλιμακώνουμε τσακωμούς και ξύλα, να παίρνουμε περισσότερο χώρο στο δρόμο και να απομακρύνουμε τη διακίνηση από την πόρτα μας, να βρούμε μια κοινή γραμμή με τις ομάδες που χρησιμοποιούν το χώρο και να αντιμετωπίζουμε τους μπάτσους με την ενεργή παρουσία μας, να καταγράφουμε και να τους φωνάζουμε όταν πολύ συχνά τραμπούκιζαν τον κόσμο. Από τη διαχείρηση μικρών καθημερινών περιστατικών μέχρι τις ευρύτερες πολιτικές ανησυχίες μας στο κατά πόσο παγιδευόμαστε στο παιχνίδι των μπάτσων, ας είμαστε ξεκάθαρα με το γεγονός ότι η επιλογή της συνύπαρξης, όσο παθητική και αν φαίνεται, ήταν στην πραγματικότητα πολύ δύσκολη και άβολη απόφαση. Όλο αυτό μας ρούφηξε πολύ ενέργεια και χρόνο, ενώ προσπαθούσαμε να συγκεντρωθούμε σε άλλους αγώνες στους οποίους συμμετείχαμε, από τις δικές μας ανάγκες και επιθυμίες και από την καθημερινή ζωή του κτιρίου. Μπορούμε να κριτικάρουμε τα εαυτά μας ότι δεν θέσαμε το θέμα ως προτεραιότητα, αλλά την ίδια στιγμή κρατούσαμε ένα κοινωνικό κέντρο στη Βικτώρια, ένα μέρος όπου πολλές σκληρές πραγματικότητες συμπίπτουν, όπου η ανάγκη για αγώνα και αλληλεγγύη περισσεύει, αλλά είναι συχνά απομονωμένο παρά της κεντρικής του τοποθεσίας.

Το σκεπτικό μας σε αυτό το σημείο ήταν να μην υποβαθμίσουμε τις προβληματικές που υπήρχαν, να αναγνωρίσουμε ότι δεν υπάρχει απόλυτη λύση και το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να βρούμε κοινό έδαφος, να χτίσουμε σχέσεις και να φτάσουμε σε ένα σημείο αμοιβαίας κατανόησης, ώστε να προχωρήσουμε χωρίς την εμπλοκή των μπάτσων. Με αυτόν τον προσανατολισμό, καλέσαμε μια ανοιχτή συνάντηση γειτονιάς για να συζητήσουμε, όχι μόνο το θέμα του δρόμου, αλλά και ευρύτερα ζητήματα της γειτονιάς. Θέλαμε να καλέσουμε άτομα τόσο από το δρόμο, όσο και από τα σπίτια, για να συζητήσουμε και να δούμε εάν υπάρχει χώρος αλληλοκατανόησης. Είμασταν επίσης ανοιχτά στο να συζητήσουμε τα θέματα έλλειψης δομών υποστήριξης (τα λίγα υπάρχοντα προγράμματα αποκατάστασης υποχρηματοδοτούνται όλο και περισσότερο από την τωρινή κυβέρνηση, έχουν αυστηρά κριτήρια ένταξης και δεν έχουν παροχές για μη ελληνόφωνα άτομα) και να εξετάσουμε κινήσεις άσκησης πίεσης σε τέτοιους οργανισμούς ή τη δημιουργία αυτοοργανωμένων δομών.

Παράλληλα, κάποιοι στεγασμένοι γείτονες προχωρούσαν με τη δική τους στρατηγική: καλώντας συνεχώς τους μπάτσους, μαζεύοντας υπογραφές για να διώξει τον κόσμο ο δήμος και τελικά να καλέσουν σε μια συνάντηση με μότο: “για να προστατέψουμε τις γυναίκες και τα παιδιά μας από την ανασφάλεια που επικρατεί με τους χρήστες”. Σε αυτή τη μάζωξη, μας κατηγόρησαν ότι εμείς φέρνουμε τα ναρκωτικά στο δρόμο και διαιωνίζουμε την κατάσταση επειδή παρέχουμε που και που κάποια υλική υποστήριξη στους ανθρώπους στο δρόμο, ενώ οι ίδιοι άνθρωποι επίσης τόνιζαν ότι αυτή η κατάσταση υπάρχει για χρόνια! Πολλοί ήταν πολύ θυμωμένοι για κάποιους κατανοητούς λόγους αλλά η γενικότερη αντιμετώπιση ήταν απάνθρωπη, συμπεριφερόντουσαν με λογικές όχλου, και όταν προς το τέλος της μάζωξης πέρασε ένα μπατσικό, το σταμάτησαν και ζητούσαν “άμεση κάθαρση”. Σε αυτό το σημείο καταλάβαμε ότι οι όποιες προσπάθειες συνύπαρξης με γείτονες με τέτοιες κανιβαλιστικές συμπεριφορές και συμπεριφορές αποκλεισμού ήταν μάταιες, ότι γινόμασταν εμείς οι αποδιοπομπαίοι τράγοι και κάποιοι ήταν έτοιμοι να κάνουν το οτιδήποτε για να διώξουν τον κόσμο από τη Φερών. Σε αυτή τη μάζωξη, αντιπρόσωποι του δήμου έκαναν ξεκάθαρο ότι μια μεγάλη επιχείρηση σκούπα ήταν η λύση και ισχυρίστηκαν ότι αυτή θα περιλάμβανε και την εκκένωση της κατάληψης. Το πρωί της Τρίτης 12 Απριλίου, μια τέτοια επιχείρηση όντως έγινε από τους μπάτσους και τον δήμο, κατά την οποία πήραν τους ανθρώπους και πέταξαν όλα τους τα πράγματα στα σκουπίδια. Αυτή η “σκούπα” δεν ήταν η πρώτη, αλλά αυτή τη φορά οι πιο “ενεργοί” γείτονες βρήκαν την ευκαιρία για να κάνουν περιπολίες στο δρόμο για μερικές μέρες για να αποτρέψουν τον κόσμο να γυρίσει.

Στη Βικτώρια, σχεδόν κάθε άτομο, σχεδόν κάθε σπίτι, απασχολείται με τα δικά του προβλήματα: επισφαλής εργασία και στέγη, υπέρογκοι λογαριασμοί, προβλήματα με χαρτιά, ρατσισμός κτλ. Όλα αυτά τα προβλήματα ήταν εμφανή στη συνάντηση των γειτόνων. Υπήρχαν και πολλοί ασφαλίτες, ο αντιδήμαρχος καθαριότητας και ανακύκλωσης (!) και ένας ντόπιος γραφειοκράτης, όλοι ενωμένοι γύρω από το κοινό θέμα: ότι άνθρωποι κάνουν ναρκωτικά στο δρόμο. Αυτή η συνάντηση ήταν για εμάς μια κάποια συνέχεια μιας προηγούμενης- πιο μικρής- συνάντησης γειτόνων το φθινώπορο του 21’, που προσπάθησε να θέσει γενικότερα ζητήματα με πολύ πιο ξεκάθαρες φασιστικές υπόνοιες, μεθόδους και ακροδεξιά ατζέντα. Αυτές οι συναντήσεις και οι τωρινές “περιπολίες” στη γειτονιά της Φυλής και της Φερών, μας φέρνουν στο μυαλό επικίνδυνες αναμνήσεις από τις τοπικές επιτροπές κατοίκων που υπήρχαν στη Βικτώρια και στον Άγιο Παντελεήμονα, περίπου πριν μια δεκαετία. Δυστυχώς δεν αποτελεί έκπληξη, τώρα που το ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο είναι ξανά πρόσφορο για τα πιο αντιδραστικά κομμάτια της κοινωνίας να προσπαθήσουν να ξανα-οργανωθούν Η τέχνη της υποκίνησης μιας εκρηκτικής κοινωνικής πραγματικότητας φέρνοντας στο επίκεντρο ένα άλυτο και πολύ αισθητό πρόβλημα – όπως η αστεγία και η τοξικοεξάρτηση- είναι μια χρησιμοποιημένη τακτική του κράτους για να διχάσει τις/τους από τα κάτω και να αποσπάσει την προσοχή από τα δικά τους προβλήματα. Είναι το τέλειο έδαφος για να προσπαθήσουν οι φασίστες να στρέψουν την κατάσταση για δικό τους όφελος, για να φορτώσουν τις ευθύνες στα πιο περιθωριοποιημένα και μη ταιριαστά άτομα, με τη συνενοχή θυμωμένων γειτόνων που ξαφνικά ενώνονται εναντίον του κοινού εχθρού τους και παράλληλα στηρίζουν το κρατικό κατεστημένο. Θεωρούμε ότι αυτές οι εκφράσεις κοινωνικού κανιβαλισμού πρέπει να παίρνονται στα σοβαρά και οποιαδήποτε προσπάθεια ανασυγκρότησης φασιστών στη Βικτώρια πρέπει να παρακολουθείται στενά και προσεκτικά και να αντιμετωπίζεται συλλογικά. Το ίδιο ισχύει και για τις δυνάμεις του εξευγενισμού που μπορούν εξίσου να οφεληθούν από τέτοιου είδους κοινωνικές εντάσεις και δυσφορίες που υποβόσκουν στην ήδη υποβαθμισμένη Βικτώρια. Όταν μια γειτονιά θεωρείται “μη ασφαλής” είναι τότε που οι δυνάμεις του κεφαλαίου ξεκινούν να έρχονται και να επωφελούνται από τον κόσμο που φεύγει.

Επιλέξαμε να γράψουμε αυτό το κείμενο για να δημοσιοποιήσουμε την κατάσταση, να εκθέσουμε τα ψέμματα και τις τακτικές των μπάτσων και του δήμου, να καταγράψουμε τις δικές μας εμπειρίες, να αναστοχαστούμε πάνω στη δική μας στάση και να συνεισφέρουμε στη συζήτηση για το πώς οι καταλήψεις γειτονιάς αλληλεπιδρούν με τις περιβάλλουσες πραγματικότητες. Δεν υποστηρίζουμε ότι αυτή είναι μια εκτενής ανάλυση, ούτε ένας τρόπος για να πούμε ότι τα κάναμε όλα σώστα ή όλα λάθος, αλλά χρησιμεύει στο να αναδείξουμε κάποια σημεία που χρήζουν περαιτέρω στοχασμού, είτε από εμάς, είτε από οποιαδήποτε άλλη ομάδα/άτομο ενδιαφέρεται. Αυτή η περίοδος μας δοκίμασε και μας βοήθησε να εμβαθύνουμε την κατανόηση μας γύρω από την αλληλοβοήθεια, τις πολιτικές δυναμικές που δημιουργούνται γύρω από κοινωνικά κέντρα γειτονιάς, και το νόημα της αλληλεγγύης με τα καταπιεσμένα. Αυτές είναι μεγάλες λέξεις που χρησιμοποιούμε πολύ στο αντι-εξουσιαστικό κίνημα, αλλά πολλές φορές κολλάμε όταν προσπαθούμε να πραγματώσουμε αυτές τις αξίες, ερχόμαστε αντιμέτωπα με πολλές αντιφάσεις και πολλές φορές κλεινόμαστε στα εαυτά μας όταν αντιμετωπίζουμε δύσκολες καταστάσεις. Το συμπέρασμά μας μέχρι τώρα είναι ότι επειδή τέτοιες καταστάσεις δεν έχουν απόλυτες απαντήσεις, επειδή υπάρχει έλλειψη εργαλείων σύνδεσης της θεωρίας με την πράξη, χρειάζονται μεγαλύτερες προσπάθειες για να αναπτύξουμε προσεγγίσεις και πρακτικές οι οποίες αμφισβητούν πραγματικά τις μεγάλες ρητορικές και δυναμικές του κράτους. Από τις δικές μας εμπειρίες και από τις εμπειρίες άλλων, τέτοιες καταστάσεις μπορούν να σε λυγίσουν – πολιτικά, ψυχολογικά, σωματικά-, ή απλά να σε κάνουν να αναθέσεις το πρόβλημα κάπου αλλού. Το πιο σημαντικό για εμάς είναι να μην αλλοιώσουμε τις πολιτικές μας αξίες και στάσεις και να μην πέσουμε στις παγίδες του κράτους, που εργαλειοποιεί συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων για να μας αποπροσανατολίσει από τους πραγματικούς μας εχθρούς.

Ξέρουμε πολύ καλά ότι το κράτος προσπαθεί να χρησιμοποιήσει στα Ζιζάνια τις ίδιες τακτικές που χρησιμοποίησε στη Βανκούβερ και σε άλλες καταλήψεις, με στόχο να τις στοχοποιήσει ως αντι-κοινωνικά μέρη που δημιουργούν προβλήματα στη γειτονιά, που λύνονται μόνο με την αστυνομική παρέμβαση και την εκκένωση (1). Αρνούμαστε να διαιώνισουμε τις κρατικές ρητορικές και να τρομοκρατηθουμε από δήθεν απειλές εκκένωσης. Τα Ζιζάνια είναι ένα κατειλημμένο κοινωνικό κέντρο με έμφαση στη γειτονιά της Βικτώριας, με έμφαση στις αρχές της αλληλοβοήθειας και της αλληλεγγύης, ανοιχτό σε κάθε άτομο που θέλει να το επισκεφτεί και να συμμετάσχει σε ένα χώρο που στοχεύει στο να είναι οριζόντιος, φεμινιστικός και αντιρατσιστικός. Δεν θα γίνουμε πιόνια του κράτους ούτε θα καταλήξουμε σε συμπεριφορές και ρητορικές με τις οποίες διαφωνούμε, μόνο και μόνο επειδή βρεθήκαμε κάτω από αυτήν την πίεση, είμαστε αφοσιωμένα στις αρχές μας και φυσικά αυτό αγγίζει και τις χρήστριες και τους χρήστες.

(1) Κείμενο από την κατάληψη Βανκούβερ https://vancouverapartman.espivblogs.net/2019/10/25/eisigisi-gia-tin-ekdilosi-me-titlo-krisi-exartiseis-katastoli-se-syndiorganosi-me-tin-omada-syllogikon-draseon-toy-18-ano-stin-katalipsi-vankoyver-apartman/

ΜΠΑΤΣΟΙ ΚΑΙ ΚΡΑΤΟΣ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΖΩΕΣ ΜΑΣ

ΝΑ ΤΣΑΚΙΣΟΥΜΕ ΤΟ ΦΑΣΙΣΜΟ ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΟΥ ΤΙΣ ΜΟΡΦΕΣ, ΣΤΗ ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΑΝΤΟΥ

ΚΑΤΩ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ

-κατειλημμένο κοινωνικό κέντρο Ζιζάνια


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *