ΚΑΜΙΑ ΚΑΜΕΡΑ ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ ΤΡΙΤΣΗ
Τον τελευταίο χρόνο, ο Φορέας Διαχείρισης του πάρκου -υπό τον έλεγχο της Περιφέρειας Αττικής- έχει αναθέσει τη «φύλαξή» του σε ιδιωτική εταιρεία security, αναβαθμίζοντας το καθεστώς επιτήρησης σε σχέση με τους προκατόχους του, με την εγκατάσταση ηλεκτρονικού συστήματος παρακολούθησης στο εσωτερικό του. Εκτός από την 24ωρη περιπολία οχημάτων security εντός του πάρκου, έχουν ήδη τοποθετηθεί κάμερες υψηλής τεχνολογίας γύρω από κτίριά του και στην κεντρική διαδρομή του, με δυνατότητα ελέγχου και καταγραφής της κίνησης και άμεσης σύνδεσης με σώματα «ασφαλείας», μέσω ενός Κέντρου λήψεως Σημάτων. Πρόκειται για μια διαρκώς ανανεούμενη σύμβαση κόστους 265.000€ ανά 6μηνο, που εντάσσεται στο πλαίσιο της επείγουσας νομοθετικής πράξης περιεχομένου «Κατεπειγόντων μέτρων αντιμετώπισης της ανάγκης περιορισμού της διασποράς του κορωνοϊού COVID-19», όπως πληθώρα αντίστοιχων «έργων» (βλ. Μεγάλο Περίπατο).
Η γελοία ρητορική περί «προστασίας» του πάρκου επιχειρεί να αποσπάσει την κοινωνική συναίνεση και να αποπροσανατολίσει από τον γνωστό ρόλο των εκάστοτε διαχειριστών του, οι οποίοι άλλοτε μεθοδεύουν την εγκατάλειψή του με σκοπό να παραδοθεί σε επιχειρηματικά συμφέροντα και άλλοτε προχωρούν σε κατασπατάληση της χρηματοδότησής του σε μίζες και απευθείας αναθέσεις. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όλοι οι φορείς διαχείρισης του πάρκου προέρχονται από τα σπλάχνα της κεντρικής και τοπικής εξουσίας, που ιδιαίτερα στη σημερινή της σύνθεση κερδίζει επάξια τη θλιβερή πρωτιά στα εξόφθαλμα σκάνδαλα.
Η επιλογή του φορέα να ενισχύσει το καθεστώς επιτήρησης στο πάρκο με την εγκατάσταση καμερών είναι απόλυτα ευθυγραμμισμένη με την κεντρική πολιτική διαχείριση των τελευταίων 2 χρόνων, η οποία, με πρόσχημα την εμφάνιση της λοίμωξης Covid-19 διαμορφώνεται αποκλειστικά στη βάση του δόγματος «Νόμος & Τάξη». «Κατεπείγουσες» νομοθετικές ρυθμίσεις νομιμοποιούν και μονιμοποιούν πρακτικές ολοκληρωτισμού, (πρόστιμα, αποκλεισμούς, απαγορεύσεις, επιβολή υποχρεωτικών ιατρικών πράξεων) που επιχειρούν να επεκτείνουν τα όρια της κυριαρχίας κράτους και κεφαλαίου στο κοινωνικό πεδίο, και να προχωρήσουν σχεδιασμούς που προσβλέπουν στην άνευ όρων υποταγή μας στις κυρίαρχες υποδείξεις και τη στρατιωτικοποίηση κάθε πτυχής της καθημερινής ζωήςž από την εργασία και τους χώρους εκπαίδευσης, τις συναναστροφές και τις βόλτες μας σε πάρκα και πλατείες, έως το εσωτερικό των σπιτιών μας.
Η λοίμωξη Covid-19 και οι προσχηματικές κρατικές διακηρύξεις για προστασία της δημόσιας υγείας έστρωσαν τον δρόμο για την εφαρμογή νέων πρακτικών κοινωνικού ελέγχου και εκπειθάρχησης, που μας φέρνουν αντιμέτωπες/ους με ένα καθεστώς τεχνολογικού ολοκληρωτισμού άνευ προηγουμένου. Τα κάθε λογής τεχνολογικά μέσα, που στα χέρια της εξουσίας συνεχώς εμπλουτίζονται κι εκσυγχρονίζονται, προορίζονται για την καταγραφή και συγκέντρωση προσωπικών πληροφοριών, τον έλεγχο, την επιτήρηση και τη ρύθμιση των υποκειμένων, με απώτερο στόχο την καταστολή της κοινωνικής ζωής και την αφομοίωση -από πλευράς των κοινωνικών υποκειμένων- της νέας ψηφιοποιημένης και αποστειρωμένης κανονικότητας. Τηλεργασία, τηλεκπαίδευση, (τηλε)γραφειοκρατία, ηλεκτρονικές αγορές, ψηφιακά υγειονομικά πιστοποιητικά, διατήρηση ψηφιακών δεδομένων DNA, ενώ προωθούνται από κράτος και κεφάλαιο ως πρακτικές «ασφάλειας» και «διευκόλυνσης» της καθημερινότητάς μας, στην ουσία αποτελούν προέκταση των πεδίων από τα οποία συλλέγονται προσωπικά δεδομένα. Smart-phones, κάμερες, drones, social media, cookies, ηλεκτρονικές πλατφόρμες χαρτογραφούν προτιμήσεις, κινήσεις, σχέσεις, απόψεις και, αφενός στοχεύουν στη δημιουργία εξατομικευμένων διαφημίσεων και ενίσχυσης της κατανάλωσης και του κέρδους, αφετέρου στην περιθωριοποίηση ή/και τη δίωξη και καταστολή συμπεριφορών που «παρεκκλίνουν» από τις κυρίαρχες επιταγές (βλ. τον αποκλεισμό όσων δεν επιδεικνύουν ψηφιακό υγειονομικό πιστοποιητικό σε κλειστούς χώρους ή την υπόθεση του προφυλακισμένου αναρχικού Χάρη Μαντζουρίδη, ο οποίος συνελήφθη ως «ύποπτος για ληστεία» μετά από «ανώνυμο τηλεφώνημα», με μοναδικό «στοιχείο» «μείγμα DNA»).
Το καθεστώς επιτήρησης και κοινωνικού ελέγχου τείνει να απλωθεί και στο πάρκο, με την τοποθέτηση καμερών, wi–fi και πλήθους ψηφιακών εφαρμογών, που «κατευθύνουν» την κίνησή μας εντός του και μετατρέπουν τα κινητά μας σε προέκταση του χεριού μας. Που διαμεσολαβούν την ελεύθερη κοινωνική συνεύρεση και δημιουργούν μια μόνιμη αίσθηση «παρακολούθησης» των προσωπικών μας στιγμών. Που είναι αχρείαστες για όσες/ους επιθυμούν να χαρούν τον ήλιο και τα δέντρα, την επικοινωνία με φίλες/ους, το παιχνίδι και τη σωματική άσκηση.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, το πάρκο τρίτση και όλοι οι ελεύθεροι χώροι επιχειρείται να μετατραπούν σε αυτό που ανέκαθεν ορέγονταν οι εκάστοτε φορείς: σε αυστηρά ελεγχόμενα και πλήρως εμπορευματοποιημένα περιβάλλοντα. Είναι επομένως βέβαιο πως κάμερες, σεκιουριτάδες, θεσμικοί φορείς και μαγαζάτορες δεν πρόκειται να συμβάλουν στη φροντίδα και προστασία του πάρκου. Το πάρκο ζωντανεύει μόνο μέσα από την παρουσία μας, τη συλλογική του φροντίδα από όλες/όλους μας και τις αντιστάσεις μας ενάντια στην περίφραξη, τη λεηλασία και την εμπορευματοποίησή του. Είναι μέρος της ζωής μας και ως τέτοιο θα το υπερασπιστούμε.
ΝΑ ΑΝΤΙΣΤΑΘΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΗΡΗΣΗ & ΤΟΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟ
ΝΑ ΠΑΡΟΥΜΕ ΤΙΣ ΖΩΕΣ ΜΑΣ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΑΣ ΑΝΑΠΝΕΟΝΤΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
*αυτοκόλλητα που κολλιούνται στο πάρκο τρίτση