Η χούντα* των αρχαιολόγων


Η χούντα* των αρχαιολόγων

Στις 22/7/2015, το υπουργείο Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων εξέδωσε –και ανήρτησε υπερηφάνως στην ιστοσελίδα του– ένα δελτίο τύπου το οποίο, εάν δεν έχω κάποιο πολύ σοβαρό έλλειμμα ενημέρωσης, θα πρέπει να είναι μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία του ελληνικού κράτους. Μάλλον και όλων των κρατών.

Το δελτίο τύπου δεν φέρει τίτλο, ούτε όνομα (/-τα) συγγραφέα (-ων), κατά τα λοιπά όμως έχει από κάθε άποψη την τυπική δομή ενός επιστημονικού άρθρου. Εμπλέκεται σε μία συζήτηση περί της εγκυρότητας ή μη κάποιων ισχυρισμών περί της αλήθειας, γνωματεύοντας μάλιστα ποιοι απ’ αυτούς «έγινε αποδεκτοί από την επιστημονική κοινότητα» και ποιοι όχι, προβαίνει σε αναλύσεις, παραπέμπει σε βιβλιογραφία κ.ο.κ.∙ αυτό είναι όλο κι όλο το περιεχόμενό του. Ένα υπουργείο λοιπόν εξέδωσε δελτίο τύπου με μόνο αντικείμενο να αντικρούσει «μελέτη των παλαιοανθρωπολόγων Α. Μπαρτσιώκα και Juan Luis Arsuaga» που «δημοσιεύτηκε προσφάτως» σε αμερικανικό περιοδικό και που υποστηρίζει ότι κατάλοιπα ανδρικού σκελετού που βρέθηκαν σε κιβωτιόσχημο τάφο στη θέση Βεργίνα της Ημαθίας ανήκουν σε κάποιον αρχαίο βασιλιά της Μακεδονίας.

Σε οποιοδήποτε άτομο στοιχειωδώς ενήμερο περί την επιστημονική δεοντολογία, είναι προφανές ότι μία τέτοια ενέργεια αποτελεί σύγχυση και υπέρβαση αρμοδιοτήτων. Σύμφωνα με τις συμβάσεις που αυτονόητα διέπουν τον τρόπο λειτουργίας του κράτους και της επιστημονικής πρακτικής στη νεωτερικότητα, δεν είναι κατ’ ουδένα τρόπο δουλειά του κράτους –ή κάποιας υπηρεσίας του- να αναζητά την αλήθεια, και ακόμα λιγότερο να αποφαίνεται αυθεντικά ότι η Χ επιστημονική άποψη είναι η ορθή ή η Ψ μέθοδος η ενδεδειγμένη. Η επιστημονική αλήθεια δεν μπορεί να είναι κρατική.

Έχω την εντύπωση ότι μέχρι τώρα την αρχή αυτή κουτσά-στραβά την τηρούσε το ελληνικό κράτος. Δηλαδή δεν έχω υπόψη μου να έχει βγει ποτέ δελτίο τύπου π.χ. από κάποια αστυνομική διεύθυνση που να επιδοκιμάζει ή να απορρίπτει μια συγκεκριμένη τοποθέτηση στο πεδίο της ωκεανολογίας ή της κβαντικής φυσικής. Θεωρούσα επίσης ότι όποιος το λέει αυτό λέει απλώς «βου α βα»∙ η στοιχειώδης αυτή αρχή θα έπρεπε να είναι αυτονόητη τόσο για τους κρατικούς υπαλλήλους, όσο και για τους επιστήμονες –και κατά μείζονα λόγο για τις περιπτώσεις όπου τα ίδια φυσικά πρόσωπα αποκτούν παράλληλα ή διαδοχικά και τις δύο αυτές ιδιότητες. Ωστόσο, προκύπτει τώρα ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει, αφού ελάχιστοι φαίνεται να θεωρούν αφύσικη εξέλιξη την έκδοση του δελτίου. Πάντως μέχρι σήμερα υπήρξαν ελάχιστες δημόσιες αντιδράσεις στην έκδοση του δελτίου. Εγώ τουλάχιστον έχω αντιληφθεί μόλις δύο. Εξ αυτών μάλιστα η μία είναι αμφίβολο εάν αξίζει το χαρακτηρισμό αυτό. Και δυστυχώς αυτή είναι η απάντηση του ίδιου του συντάκτη –του ενός εκ των συντακτών- του άρθρου κατά του οποίου βάλλει το δελτίο τύπου!

«Τι απαντά ο επικεφαλής»

Την απάντηση αυτή δημοσιεύει ο ιστότοπος tvxs, χωρίς να διευκρινίζει πώς ακριβώς περιήλθε στην κατοχή του αλλά αφήνοντας να νοηθεί ότι την έστειλε ο ίδιος ο ενδιαφερόμενος, τον οποίο παρουσιάζει ως «τον επικεφαλής της ομάδας αρχαιολόγων». Πρόκειται για ένα πολύ περίεργο κείμενο, το οποίο στην πραγματικότητα μοιάζει να αποτελεί συρραφή δύο ασχέτων, αν όχι αντίθετων μεταξύ τους κειμένων. Πράγματι, ήδη από την πρώτη του πρόταση το κείμενο αυτό προβάλλει το αυτονόητο, ότι δηλαδή «Είναι πρωτοφανές στην παγκόσμια επιστημονική πρακτική ένα Υπουργείο Πολιτισμού να βγάζει ανακοίνωση που επιχειρεί ‘να αντικρούσει’ μιαν επιστημονική εργασία που δημοσιεύτηκε σε επιστημονικό περιοδικό υψίστου κύρους».

Αντί όμως να βάλει τελεία και να μείνει εκεί, ο κ. επικεφαλής προχωρά αμέσως μετά προς μια κατεύθυνση την οποία θα έπρεπε να υποψιαστούμε με βάση την αναφορά στο «ύψιστο κύρος». Προσθέτει λοιπόν ένα κατεβατό, το οποίο δείχνει ότι ούτε ο ίδιος δεν ασπάζεται ουσιαστικά την αρχή την οποία φραστικά διακηρύσσει.

Παραθέτω ένα δείγμα:

Την εργασία μας θα έπρεπε κατ’ ακρίβειαν το ίδιο το υπουργείο να προβάλλει ανά τον κόσμο και παντοιοτρόπως! Για τους ακόλουθους λόγους:

1) Για πρώτη φορά πιστοποιείται πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ο Φίλιππος Β᾽είναι ΟΝΤΩΣ θαμμένος στην Βεργίνα. Μέχρι σήμερα αυτό ήταν μια υπόθεση. Τώρα είναι ένα αποδεδειγμένο επιστημονικό γεγονός!

2) Το ότι ο Φίλιππος Β᾽ αποδείχθηκε ότι βρίσκεται στον τάφο Ι και όχι στον τάφο ΙΙ, όπως ήταν η μέχρι σήμερα η γενική άποψη (που όμως δεν είχε ποτέ αποδειχθεί επιστημονικά και υπάρχουν πολλές αντιρρήσεις γι’αυτή!) οδηγεί στο εκπληκτικό συμπέρασμα ότι η ασπίδα και η περικεφαλαία που βρέθηκαν στον τάφο ΙΙ (που τώρα πιστοποιείται πέραν πάσης αμφιβολίας ότι είναι του Αρριδαίου), ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΤΟΝ ΜΕΓΑ ΑΛΕΞΑΝΤΡΟ. Για πρώτη φορά η Ελλάδα μπορεί να ισχυριστεί ότι κατέχει τουλάχιστον δύο αντικείμενα που ανήκαν στον Μέγα Αλέξανδρο!

κ.λπ., κ.λπ.

Για τον κ. Μπαρτσιώκα, λοιπόν, τέτοιου τύπου ανακοινώσεις είναι απαράδεκτες μόνο όταν συμβαίνει να αντικρούουν τη δική του άποψη, είναι όμως παραδεκτές, και μάλιστα επιβεβλημένες, όταν την προωθούν και την διαφημίζουν!

Αποικιακή αφήγηση και ελληνική διοίκηση

Έτσι, η μόνη απερίφραστη δημόσια τοποθέτηση για το ζήτημα αυτό παραμένει ένα σημείωμα του Κώστα Γαβρόγλου στην Αυγή.

Σε επίπεδο άμεσης πολιτικής αντίδρασης, το σημείωμα αυτό λέει όσα χρειάζεται να ειπωθούν. Προσωπικά όμως θα ήθελα να προεκτείνω λίγο τον προβληματισμό, πέρα από την ανάδειξη των σχέσεων ανάμεσα σε «Εθνική αφήγηση και αριστερά» (ένας τίτλος μάλλον αμήχανος, που μοιάζει βγαλμένος από πρόγραμμα συζητήσεων σε φεστιβάλ κομματικής νεολαίας της δεκαετίας του 70 και που άλλωστε δεν αντιστοιχεί στο ίδιο το περιεχόμενο του άρθρου).

«Γιατί, άραγε, τέτοια αντίδραση;» διερωτάται ο Γαβρόγλου, και προχωρά ο ίδιος να δώσει την απάντηση: «Προφανώς, οι τον πολιτισμό διοικούντες κατάλαβαν ότι το έθνος απειλείται» επειδή «αμφισβητήθηκε ένα (μικρό;) κομμάτι ενός εθνικού αφηγήματος». Και, στην κατακλείδα, απευθύνει έκκληση, ως αριστερός προς άλλους αριστερούς, να μην αντιμετωπίζουν με ανοχή τέτοιου είδους ενέργειες «όταν τις κάνουν οι ‘δικοί μας’».

Θεωρώ ότι αυτοί στους οποίους οφείλεται αυτή η ενέργεια δεν έχει μεγάλη χρησιμότητα –ή κρισιμότητα- να προσδιορίζονται ως «δικοί μας» –ούτε και ως «των άλλων», for that matter- με βάση τη διάκριση αριστεράς/ δεξιάς. Αυτό που καθορίζει το συνανήκειν τους και τις νομιμοφροσύνες τους είναι κάτι βαθύτερο.

Είναι η ένταξή τους στο ιερατείο της κοσμικής θρησκείας την οποία συνιστά η αρχαιολογία εντός του ελληνικού κράτους σχεδόν από καταβολής του. Μια ένταξη που τους επιτρέπει κατ’ ουσίαν να είναι αυτοί το ελληνικό κράτος, τουλάχιστον όσον αφορά τη διαχείριση του πολιτισμού και –ιδίως- της κληρονομιάς του. Διότι ο τυπικά αρμόδιος υπουργός, ο οποίος όσο λίγοι εδώ και δεκαετίες έχει φάει με το κουτάλι την επιστημολογία και την έχει ταΐσει και σε άλλους, θεωρώ απολύτως αδύνατο να έχει συντάξει αυτή την ανακοίνωση –και πολύ αμφίβολο εάν την είχε καν διαβάσει πριν εκδοθεί. Συχνά, όμως, η διοίκηση είναι αυτή που ασκεί την πραγματική πολιτική. Και στο υπουργείο πολιτισμού, τα μέλη τής περί ής ο λόγος ιερατικής ομάδας, εφ’ όσον μεν αυτό ήταν αυτοτελές, είχαν τον πλήρη έλεγχο, το δε τελευταίο επεισόδιο δείχνει ότι μάλλον τον διατηρούν ακόμα και μετά την υπαγωγή του στο υπουργείο παιδείας. Στην οποία άλλωστε αντέδρασαν λυσσαλέα[1]. Μολονότι δεν κατάφεραν να την αποτρέψουν τυπικά, φαίνεται ότι πολύ σύντομα κατάφεραν να την αναιρέσουν στην πράξη.

Το κρίσιμο λοιπόν κατά τη γνώμη μου δεν είναι αν η «αριστερά» –ό,τι κι αν εννοεί ο καθένας με αυτό- προσαρμόζεται στην «εθνική αφήγηση» και βγαίνει να την υπερασπιστεί (εξάλλου, όπως είδαμε, αυτός από τον οποίο θέλει να την υπερασπιστεί, στην εθνική αφήγηση θύει νυχθημερόν και υπέρ αυτής διαρρηγνύει τα ιμάτιά του, διεκδικώντας να αναγνωριστεί σε αυτόν μάλλον ο τίτλος του συνεπέστερου υπερασπιστή της). Ή μάλλον, το γεγονός ότι άνθρωποι που εμφανίζονται ως –και που άρα αυταπόδεικτα είναι- αριστεροί, ακολουθούν την ίδια στάση απέναντι στην «πανάρχαια πολιτιστική μας κληρονομιά», είναι σημαντικό όχι τόσο καθόσον μας επιτρέπει να «τους την πούμε» που δεν είναι αρκετά αριστεροί και να τους εγκαλέσουμε σε επάνοδο στον ορθό δρόμο, αλλά καθόσον μας επιτρέπει να συνειδητοποιήσουμε πόσο βαθιά ριζωμένη, και πόσο ισχυρότερη από πολιτικές εντάξεις, είναι στο εσωτερικό του ελληνικού κράτους και της ελληνικής κοινωνίας αυτή η λατρεία των δοξασμένων προγόνων.

Από αυτή την άποψη, ίσως θα έπρεπε να πάρουμε απολύτως σοβαρά τη φράση με την οποία κλείνει το σημείωμά του ο Γαβρόγλου, στην οποία εμμέσως –διά της αρνήσεως- αλλά σαφώς, παραλληλίζει τους υπευθύνους για την έκδοση του δ.τ. με τους ασκούντες την αποικιακή επικυριαρχία της ελληνικής κοινωνίας τα τελευταία χρόνια. Θεωρώ ότι η αναλογία είναι βάσιμη: οι δεύτεροι επιβάλλουν εκβιαστικά στην ελληνική κυβέρνηση μία πολιτική ξένη προς το πρόγραμμά της εκ των έξω, ενώ οι πρώτοι εκ των έσω.

Η αναλογία άλλωστε έχει μεγαλύτερο βάθος –και η διάκριση εντός/ εκτός μικρότερη σημασία- απ’ όσο θα φανταζόταν κανείς εκ πρώτης όψεως: διότι η λατρεία των νεκρών προγόνων, και η επιδίωξη της πάση θυσία τεκμηρίωσης της σχέσης με τον αρχαίο ελληνισμό, έχει και αυτή απολύτως αποικιακή προέλευση∙ ξεκίνησε ως μία διαρκής απολογία προς το «ευρωπαϊκό μας υπερεγώ», και εν πολλοίς τέτοια παραμένει μέχρι και σήμερα …

* Ισπανικό junta, εκ του λατινικού iunctus, μετοχή παρακειμένου τού ρ. iungō [ενώνω] = ομάδα, ένωση προσώπων η οποία κινείται δημόσια ή μυστικά για την προώθηση συγκεκριμένων στόχων και συμφερόντων.

[1] Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων, (στη διοίκηση του οποίου βρίσκονται άνθρωποι κατά τεκμήριο ακόμα περισσότερο «δικοί μας», δηλ. προερχόμενοι από την αριστερά πέραν του ΣΥΡΙΖΑ), πριν την ενοποίηση των δύο υπουργείων είχε εκφράσει την «κάθετη αντίθεσή του» προς αυτήν, ενώ και μετά συνεχίζει το lobbying εναντίον της.

Μέχρι στιγμής δεν έχω υπόψη μου κάποια αντίδραση του ΣΕΑ σχετική με το δελτίο τύπου περί Βεργίνας.

 

πηγή


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *