Για το “ελληνικό πρόβλημα”, την “ελπίδα” και τις γλυκές φωνές του νανουρίσματος


nees_synaineseis

 

 

Διανύουμε ήδη τον πρώτο μήνα με αριστερή κυβέρνηση, διάστημα πολύ μικρό για συμπεράσματα. Όχι γιατί κρατάμε στάση αφελούς αναμονής, αλλά γιατί έχει τη σημασία του το πώς θα εκφραστεί σε μορφή και περιεχόμενο αυτή η υβριδική σοσιαλδημοκρατία με ακροδεξιά πατερίτσα, πώς θα εκφραστεί μια αριστερού τύπου διαχείριση της έκτακτης ανάγκης και της επιστροφής σε μια -κοινωνικά και πολιτικά- αδιατάρακτη κανονικότητα. Μια σειρά διακηρύξεων περιμένουν την άμεση υλοποίησή τους ή τη μετάθεσή τους σε βάθος 4ετίας (και ξέρουμε τι σημαίνει αυτό). Αντί όμως να προεικάζουμε και να προκρίνουμε το έργο της νέας κυβέρνησης μπορούμε να αναρωτηθούμε για τους λόγους που την οδήγησαν να κόψει πρώτη το νήμα των εκλογών.

Από την αρχή του «ελληνικού προβλήματος» ήμασταν μεταξύ αυτών που υποστήριξαν (και εξακολουθούν) ότι κρίση σημαίνει πόλεμος στους από κάτω. Η τοποθέτηση του «δημόσιου χρέους» σε ρόλο κεντρικού πρωταγωνιστή και αιτίου του προβλήματος διευκόλυνε σε μεγάλο βαθμό τη νεοφιλελεύθερου τύπου διαχείριση της κρίσης, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε γενικότερο ευρωπαϊκό επίπεδο, με φλυαρίες περί βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας και διόρθωσης στρεβλώσεων στην αγορά εργασίας (μείωση μισθών/απελευθέρωση απολύσεων κτλ). Με τον τρόπο αυτό, αποκρύφτηκαν σε μεγάλο βαθμό οι δομικές αντιφάσεις της καπιταλιστικής οικονομίας. Επιπλέον ο σκληρός ταξικός πόλεμος που εντάθηκε από κράτος και αφεντικά ενάντια στη μισθωτή εργασία και τα κοινωνικά κεκτημένα, αντικαθιστώντας τις -έστω φθίνουσες- πολιτικές ταξικού συμβιβασμού, συσπείρωνε την οργή ενάντια στις «κατοχικές κυβερνήσεις», τα «μνημόνια», τους δαιμονικούς ξένους δανειστές, αφήνοντας σχεδόν στο απυρόβλητο το εγχώριο κεφάλαιο και τις επιχειρήσεις κάθε μεγέθους που έσπευδαν να εφαρμόσουν κάθε αντι-εργατικό νόμο πριν ακόμα ψηφιστεί. Σε αυτό το σημείο η ρητορική της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης υπήρξε εξαιρετικά επικουρική, στρέφοντας την κριτική της στη σχέση της κυβέρνησης με τους ξένους δανειστές, στα επιμέρους ζητήματα της λειτουργίας των τραπεζών, στις ηθικολογίες για τη διαφθορά στον επιχειρηματικό και κρατικό βίο, αφήνοντας απ’ έξω θέματα που άπτονταν της συνολικής άρθρωσης και λειτουργίας του ελληνικού καπιταλισμού.

Σε αυτή τη νεφελώδη κατάσταση θα πρέπει να συνυπολογιστούν τα κοινωνικά αποτελέσματα των ρητορειών του φόβου, της αστυνομοκρατίας και όλων των συνυποδηλώσεων της μορφής κράτος – φύλακας, που αναδύεται δίπλα στη μορφή κράτος – επιχειρηματίας, η οποία καλούνταν να μετατοπίσει το ενδιαφέρον από την αντιμετώπιση της παραγόμενης εξαθλίωσης στην ποινική διαχείρισή της.

Όμως η κίνηση του καπιταλισμού είναι και αποτύπωση των αντιστάσεων που συναντά στο περασμά της και στο σημείο αυτό θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι μετά από την έντονη σε πειραματισμό, αποδόμηση παλαιών μορφών, καινοτομία και συγκρουσιακότητα 4ετία 2008-2012 (που αποτελεί και ιστορική τομή για τους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες), στην ουσία οι κοινωνικές αντιστάσεις –αν εξαιρέσουμε την προκρισιακή εξέγερση του Δεκέμβρη- άνοιγαν και έκλειναν τους κύκλους τους σχετικά σύντομα και μεταβίβαζαν μια λειψή σε πολιτικό και οργανωτικό προσανατολισμό εμπειρία στις επόμενες. Η ύφεση των αντιστάσεων που ακολούθησε τα αμέσως επόμενα 2 χρόνια, μέσα σε ένα κλίμα αναζήτησης, ματαίωσης και απογοήτευσης (αλλά και φωτεινών στιγμών –όπως η αντιφασιστική επιμονή στο δρόμο) οδήγησε και στην ενσωμάτωση του κοινωνικού ριζοσπαστικού δυναμικού σε επιλογές ανάθεσης, διαμεσολάβησης και μετριοπάθειας. Υπήρξαν βέβαια δυναμικοί αγώνες, που όμως παρέμειναν απομονωμένοι, χωρίς να πλαισιωθούν από ένα ευρύ φάσμα αγωνιστικών υποκειμένων (ατομικών ή και συλλογικών). Θα ήταν άλλωστε δύσκολο να συμβούν αυτά, καθώς οι πολιτικές συμβιβασμού των περασμένων δεκαετιών μπορεί να ήταν σταθερά ελλειματικές, ως προς το οικονομικό ισοζύγιο, ήταν όμως εξαιρετικά κερδοφόρες ως προς την άμβλυνση των ταξικών/κοινωνικών αντανακλαστικών. Αυτά τα κουρασμένα αντανακλαστικά έπαιξαν και παίζουν το ρόλο μιας κοινωνικής επιστροφής στην κανονικότητα. Η πρόσδεση της αίσθησης της ελευθερίας με την αγοραστική δυνατότητα, τα όνειρα κοινωνικής κινητικότητας και η καταναλωτική επισφράγισή τους υπήρξαν αναπόσπαστο κομμάτι αυτών των πολιτικών και εξέθρεψαν τόσο την ιδιώτευση, όσο και τον κομφορμισμό και τη «νοικοκυροσύνη». Η κυρίαρχη αποτύπωση και αφήγηση για τους αγώνες που διεξάγονταν ήταν η επιστροφή σε κάτι που «χάθηκε» και πρέπει να το ξαναβρούμε. Δεν ήταν λοιπόν παράξενο που οι περισσότεροι από αυτούς τους αγώνες αφέθηκαν στην αγκάλη της αναδυόμενης κυβερνοαριστεράς η οποία υποσχόταν τη θεσμική ικανοποίηση των δίκαιων αιτημάτων.

Στο ίδιο το στρατόπεδο των αφεντικών κάθε τέτοια δομική και διεθνής κρίση συνοδεύεται και από μια βίαιη αναδιάρθρωση του κεφαλαίου και γιγάντωση των ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών. Η πτώση της ζήτησης, λόγω της κατακόρυφης πτώσης της αγοραστικής δύναμης μεγάλων κομματιών, όχι μόνο της ελληνικής αλλά συνολικά της ευρωπαϊκής κοινωνίας, οδηγεί σε απαξίωση μεγάλους όγκους εμπορευματικού κεφαλαίου του οποίου η διάρκεια κυκλοφορίας αυξάνει διαρκώς ή καθηλώνεται, δυσκολεύοντας κάθε φορά την απόσπαση της υπεραξίας που είναι ενσωματωμένη σε αυτό το εμπορευματικό κεφάλαιο.Το γεγονός ότι κομβικό σημείο της «αναστάτωσης» ήταν ο χρηματοπιστωτικός τομέας και η συνακόλουθη έλλειψη ρευστότητας, απέτρεψε οποιαδήποτε ευελιξία και συνέβαλε στην καταστροφή των απαξιωμένων κεφαλαίων και την «κάθαρση» της αγοράς από προβληματικές επιχειρήσεις. Αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι και το κλείσιμο πολλών μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, γεγονός κομβικής σημασίας για την εύρυθμη καπιταλιστική λειτουργία καθώς, σύμφωνα με έρευνες των ίδιων των καπιταλιστικών think tank, αυτού του μεγέθους οι επιχειρήσεις αποτελούν κρίσιμο μέγεθος για την κερδοφορία του κεφαλαίου.

Το γεγονός ότι αυτή η κρίση πολύ γρήγορα εξαπλώθηκε και στη μεσαία τάξη, τόσο με τη μείωση των μισθών ανώτερων υπαλλήλων όσο και με το κλείσιμο και τα προβλήματα ρευστότητας μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, δημιούργησε μια ιδιαίτερα προβληματική συνθήκη. Η μεσαία τάξη αποτελεί ένα σημαίνον πολιτικό μέγεθος στο βαθμό που συμβάλει στην παγίωση των θέσεων που θέλουν την ατομική κοινωνική άνοδο ως μονόδρομο για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί το άρμα της διάχυσης του μικροαστισμού στις κατώτερες τάξεις. Θεμελιωμένη η ίδια στον κομφορμισμό και την περιχαράκωση γύρω από το ατομικό συμφέρον, προδομένη από την παραδοσιακή πολιτική της εκπροσώπηση (την δεξιά και την πεθαμένη σοσιαλδημοκρατία του πασοκ) δεν ήταν δύσκολο να αναγνωρίσει στην αναδυόμενη κυβερνοαριστερά το μέσο για την αποκατάστασή της. Ας μην ξεχνάμε πως η ρητορική από την έως πρόσφατα αξιωματική αντιπολίτευση ήταν εξίσου «συμπονετική» για άνεργους και κακοπληρωμένους, όπως και για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, σε μια νέα διαταξική συμφωνία για το γενικό καλό. Ακόμα και τώρα οι δηλώσεις του υπουργού εργασίας της αριστερής κυβέρνησης για την αποκατάσταση του βασικού μισθού στα 751 (μικτά μην το ξεχνάμε!) ευρώ, συνοδεύονται από τη δήλωση πως αυτό θα γίνει με τρόπο που δεν θα θίξει τις δυνατότητες των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Και ας μην θυμηθούμε πως κάποτε μιλούσαν για την αδικία της γενιάς των 700 ευρώ ή, ακόμα καλύτερα, ας ευγνωμονούμε που μπορεί να ξαναγίνουμε τέτοια.

Τέλος, η μακροημέρευση της νέας κυβέρνησης δεν εξαρτάται μόνο από τα εσωτερικά μέτωπα. Σε διεθνές επίπεδο, εδώ και πολύ καιρό, αναπτυσσόταν από κομμάτια του μπλοκ των κυρίαρχων η ανησυχία για τη συνέχιση των προγραμμάτων λιτότητας και την εμμονή στην μείωση του δημόσιου χρέους με τρόπους που δημιουργούν καθίζηση στις εσωτερικές αγορές, οδηγώντας όπως είδαμε σε «φρακάρισμα» του κύκλου της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Από το ξέσπασμα της κρίσης, οι «κεϋνσιανού» σοσιαλδημοκρατικού τύπου φωνές, εμφανίστηκαν πολύ αδύναμες στο να αποτελέσουν την πειστική απάντηση στο πρόβλημα. Ο παγκόσμιος καπιταλισμός –ακόμα και στις πρωτοκοσμικές εστίες- είχε στηθεί με πολεμικούς όρους που δεν σήκωνε επιστροφή σε πάσης φύσεως κοινωνικούς και ταξικούς συμβιβασμούς. Καθόσον όμως η διαχείριση της κρίσης στην Ευρώπη από τις δημοσιονομικές εμμονές των διευθυντηρίων φαίνεται να μην αποδίδει, αρχίζει να εμφανίζεται στο προσκήνιο (επ’ αφορμή και της παρουσίας συριζα-podemos κτλ) μια δυναμική συστημική εναλλακτική, και να συγκροτείται ένας εμφανής πολιτικός πόλος που εκφράζει τις «άλλες» καπιταλιστικές στρατηγικές: αυτές δηλαδή που υποδεικνύουν μια χαλάρωση των πολιτικών λιτότητας, κάτι που βέβαια σε τίποτα δεν θα έθετε σε αμφισβήτηση όχι μόνο την καπιταλιστική κανονικότητα, αλλά ακόμα και την ίδια την τρέχουσα μορφή της, αυτήν της νεοφιλελεύθερης πολεμικής διάταξης των δυνάμεων της «αγοράς»… Άρα οι ρεαλιστικές μεταρρυθμιστικές προτάσεις των διαφόρων μπαρουφάκηδων έρχονται στην πραγματικότητα να «κουμπώσουν» πάνω σε μία υπαρκτή ανάγκη του ευρωπαϊκού καπιταλισμού και όχι να ανοίξουν το δρόμο ή να υποδείξουν  κάτι το νέο. Και αν η ελληνική αγορά είναι ένα συγκρίσιμο μέγεθος στην ευρωπαϊκή οικονομία, αυτό σίγουρα δεν ισχύει για την Ισπανία και την Ιταλία, πόσο μάλλον για την Γαλλία. Από κοντά και οι πιέσεις του «αμερικανικού παράγοντα» που για δικούς του λόγους δεν φαίνεται επί του παρόντος να επιθυμεί την κατάρρευση της ευρωζώνης –που θεωρείται και ένα καλό γεωστρατηγικό ανάχωμα στην εξάπλωση του ρώσικου παράγοντα προς την δύση. Στην παρούσα συγκυρία λοιπόν οι «ρεαλιστικές» (όπως αναφέρονται σε διεθνή οικονομικά περιοδικά) προτάσεις και διαθέσεις της ελληνικής κυβέρνησης δεν είναι σίγουρο πως δεν θα βρουν ευήκοα ώτα και αντίστοιχες προθέσεις. Και το πιο πιθανό που φαίνεται πως θα συμφωνηθεί είναι «μια έξυπνη μηχανική του χρέους» παρά μια άκαμπτη συνέχεια των ίδιων «ανεπιτυχών» μέτρων και μια ταυτόχρονη πολιτική τοποθέτηση των διευθυντηρίων για μια ηπιότατη χαλάρωση των ισοσκελισμένων δημοσιονομικών εμμονών. Δηλαδή μνημόνιο με άλλες λέξεις, χωρίς πιθανόν την απεχθή εικόνα γιάπηδων τροϊκανών τοποτηρητών.

Σε γενικές γραμμές η κυβέρνηση του σύριζα δεν έρχεται να διαχειριστεί ένα πραγματικό πεδίο ταξικά πολωμένων αντιθέσεων, αλλά από τη μία την αγωνία μεγάλου κομματιού των ψηφοφόρων της για την αποκατάσταση του μικροαστικού ονείρου μιας βολεμένης ζωής, χωρίς εκπλήξεις και εντάσεις, και από την άλλη ένα κομμάτι που μπούχτισε και ασφυκτιούσε από τις σκοτεινές πολιτικές της προηγούμενης ακροδεξιάς διακυβέρνησης. Με λίγες ανέξοδες (τόσο με κοινωνικούς όσο και με οικονομικούς όρους) κινήσεις μπόρεσε να «αλλάξει το κλίμα» και συνεπικουρούμενη από μια μονομπλόκ μιντιακή στήριξη –που θα ζήλευε και η προηγούμενη ακροδεξιά κυβέρνηση-  να δημιουργήσει μια πανκοινωνική πρόσληψη ότι «κάτι πραγματικά αλλάζει». Τα στελέχη της αριστερής κυβέρνησης, προερχόμενα όντως από έναν διαφορετικό πολιτισμό και ήθος από την υπόλοιπη χλέπα του συστήματος, έναν πολιτισμό που δεν παίζει με τις αγκυλωτικές σοβαροφάνειες, διαχειρίστηκαν επικοινωνιακά άψογα αυτήν τους τη διαφορά. Τα «απλά αυτοκίνητα των υπουργών» και η απουσία γραβάτας, σηματοδότησε συμβολικά την «αλλαγή», ηθικολογώντας ασύστολα πάνω στις απεχθείς προηγούμενες εικόνες αυτών που κυβέρνησαν τη χώρα. Παλιά βέβαια όλο αυτό το λέγανε ζιβάγκο, αλλά αυτό είναι μια διαφορετική ιστορία… Οπωσδήποτε αυτό που έχουμε ήδη παρατηρήσει είναι μια αλλαγή ύφους και μια τάση να εγκαταλειφθεί το σχέδιο απόσπασης συναινέσων μέσω του αποκλεισμού και του φόβου. Η αλλαγή της αισθητικής είναι ικανή να διατηρήσει για ένα κρίσιμο χρονικό διάστημα την ικανοποίηση των ψηφοφόρων της. Η απομάκρυνση της περίφραξης από το προαύλιο της βουλής, η δέσμευση του νέου υπουργού δημόσιας τάξης για τερματισμό της αστυνομοκρατίας, οι δηλώσεις για άμεση κατάργηση των επιστρατεύσεων και η δέσμευση του υπουργού δικαιοσύνης για κατάργηση των φυλακών “τύπου Γ”, εντάσσονται σε ένα πλαίσιο «ανέξοδων» παρεμβάσεων προς την εμπέδωση των προθέσεων της κυβέρνησης για κοινωνική ειρήνη και ομαλότητα, απαραίτητο στοιχείο της οποίας θα πρέπει να είναι και η υπομονή των «αδικημένων». Ακούγεται αστείο, πως το αντιπολιτευτικό μοτίβο «η υπομονή τελείωσε» μετουσιώνεται σε ένα «τα πράγματα δεν αλλάζουν από την μια μέρα στην άλλη». Η «υπομονή των αδικημένων» από αντιθετικός πόλος, παραγωγός κοινωνικών εντάσεων γίνεται το βασικό εργαλείο στήριξης των μεταρρυθμίσεων, γίνεται πυλώνας σταθερότητας στο αριστερό -αυτή τη φορά- καθεστώς έκτακτης ανάγκης.

 Σε αυτό το πλαίσιο, οι όποιες υπαρκτές αγωνιστικές διεκδικήσεις αναμένεται γρήγορα να ενσωματωθούν, αναθέτοντας την εκπλήρωση των αξιώσεών τους στα αρμόδια θεσμικά όργανα. Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης μεταξύ κράτους και υπηκόων αναμένεται να είναι από τα σημαντικότερα επιτεύγματα της νέας κυβέρνησης και προς αυτή την κατεύθυνση έχουν ήδη βρεθεί οι απαραίτητες συμμαχίες στην ανώτερη ελίτ, τουλάχιστον μεταξύ αυτών που αναγνωρίζουν τη σημασία της εσωτερικής κοινωνικής ειρήνης και της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς. Άλλωστε και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης έσπευσε να δηλώσει πως η εύρυθμη λειτουργία των τραπεζών είναι εκ των προτεραιοτήτων της κυβέρνησης. Η «παραγωγική ανασυγκρότηση» της χώρας ουσιαστικά κοιτάει όχι σε μια ριζική αναδιανομή του πλούτου (κατά τα πρότυπα της παλαιάς σοσιαλδημοκρατίας), αλλά στην εθνική-καπιταλιστική ανασυγκρότηση, στην επανεκκίνηση της μεσαίας και ανώτερης εθνικής αστικής τάξης…

Στο πολιτικό-κοινωνικό πεδίο  η αριστερή κυβέρνηση έχει όντως καταφέρει μετά από 6 χρόνια αγώνων και συγκρούσεων, να τονώσει το κοινωνικό ενδιαφέρον για τις δυνάμεις της ανάθεσης και της διαμεσολάβησης και να επανανομιμοποιήσει ένα μέχρι πρότινος πλήρως απαξιωμένο πολιτικό κόσμο. Ο σχεδιασμός για μια συνολική θεσμική-αστική ανασυγκρότηση, πολιτικό πυλώνα στην προσπάθεια ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας, διαμορφώνει και το έδαφος πάνω στο οποίο θα πατήσει η νέου τύπου αφήγηση της εθνικής ενότητας, αλλά και η καθεστωτική  ιδεολογική επίθεση σε καθετί  ριζοσπαστικό και αντιθεσμικό που θα τολμήσει να της «ασκήσει κριτική». Ο τραγέλαφος των συγκεντρωμένων «που δεν εκβιάζονται» στην πλατεία Συντάγματος την περασμένη Πέμπτη, «για την στήριξη της διαπραγματευτικής δύναμης της κυβέρνησης» δείχνει τον δρόμο για τους κοινωνικούς αυτοματισμούς που θέλει να δοκιμάσει το αριστερό καθεστώς έκτακτης ανάγκης. Η παγκόσμια «κινηματική» πρωτοτυπία, να συγκεντρωθεί πλήθος χωρίς το ελάχιστο αίτημα και διεκδίκηση από την κυβέρνησή του (πέρα από έναν αντι-Σόιμπλε αέρα) μπροστά στο κοινοβούλιο -το οποίο αποτέλεσε το πραγματικό πεδίο μάχης όλων των προηγούμενων ετών- είναι κάτι που δεν το είχε διανοηθεί ούτε η αλήστου μνήμης πασοκική ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ της δεκαετίας του 1980…

Ας μην το ξεχνάμε, το σκοτάδι πέφτει -μεταξύ άλλων- και κάθε φορά που κλείνουμε τα μάτια μας να αποκοιμηθούμε… και κάποιοι –πολύ περισσότερο η αριστερά- έχουν γλυκιά φωνή στο νανούρισμα…

αναδημοσίευση από το site του Θερσίτη


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *